μικρολογία
1μικρολογία — μῑκρολογίᾱ , μικρολογία meanness fem nom/voc/acc dual μῑκρολογίᾱ , μικρολογία meanness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2μικρολογίᾳ — μῑκρολογίαι , μικρολογία meanness fem nom/voc pl μῑκρολογίᾱͅ , μικρολογία meanness fem dat sg (attic doric aeolic) …
3μικρολογία — η (Α μικρολογία και σμικρολογία) [μικρολόγος] 1. το να μιλάει ή να ασχολείται κανείς με ασήμαντα πράγματα, ανόητη φλυαρία 2. η ενασχόληση με ασήμαντες λεπτομέρειες 3. σχολαστικότητα αρχ. 1. μικροπρέπεια 2. το να υποβιβάζει κανείς κάποιον ή κάτι… …
4μικρολογία — η 1. ησυζήτηση για μικρά και ασήμαντα θέματα: Συνήθως ασχολούνται με μικρολογίες. 2. μικροπρέπεια, σχολαστικότητα: Ήθελε να εκδικηθεί από μικρολογία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5μικρολογίας — μῑκρολογίᾱς , μικρολογία meanness fem acc pl μῑκρολογίᾱς , μικρολογία meanness fem gen sg (attic doric aeolic) …
6σμικρολογία — σμῑκρολογίᾱ , μικρολογία meanness fem nom/voc/acc dual σμῑκρολογίᾱ , μικρολογία meanness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
7σμικρολογίας — σμῑκρολογίᾱς , μικρολογία meanness fem acc pl σμῑκρολογίᾱς , μικρολογία meanness fem gen sg (attic doric aeolic) …
8σμικρολογίᾳ — σμῑκρολογίαι , μικρολογία meanness fem nom/voc pl σμῑκρολογίᾱͅ , μικρολογία meanness fem dat sg (attic doric aeolic) …
9Avarice — L Avarice. Gravure de Viollet le Duc L avarice est un état d’esprit qui consiste à ne pas vouloir se séparer de ses biens et richesses. L avarice est l un des sept péchés capitaux définis par le catholicisme à partir des interprétations d écrits… …
10-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …