μιαρᾷ
1μιαρά — μιαρός stained neut nom/voc/acc pl μιαρά̱ , μιαρός stained fem nom/voc/acc dual μιαρά̱ , μιαρός stained fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2μιαρᾷ — μιαρός stained fem dat sg (attic doric aeolic) …
3μιαράν — μιαρά̱ν , μιαρός stained fem acc sg (attic doric aeolic) …
4μιαράς — μιαρά̱ς , μιαρός stained fem acc pl …
5μιαρός — ή, ό (ΑΜ μιαρός, και μιερός ά, ον) 1. βαμμένος, κηλιδωμένος ή μολυσμένος με αίμα 2. (γενικά) βρόμικος, λερωμένος, ακάθαρτος, ρυπαρός 3. (με ηθική σημ.) αισχρός, αχρείος 4. βέβηλος, ανίερος, ανόσιος («και οι μιαροί κατασκορπιούνται πάντα… …
6Антракитис, Мефодиос — …
7κατερεύγομαι — (Α) φέρνω με ρέψιμο την τροφή από το στομάχι και τη φτύνω πάνω ή μπροστὰ σε κάποιον («ὡς θερμὸν ἡ μιαρὰ τί μου κατήρυγεν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐρεύγομαι «ρεύομαι»] …
8μιαρολογώ — μιαρολογῶ, έω (Α) [μιαρολόγος] λέω μιαρά λόγια, αισχρολογώ …
9μυσός — (I) μυσός, ή, όν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μυσά μυσαρά, μιαρά, μεμιασμένα». [ΕΤΥΜΟΛ. < μύσος «μίασμα, ακαθαρσία» με καταβιβασμό τού τόνου] …
10σκάφευση — η / σκάφευσις, εύσεως, ΝΜΑ (στους Πέρσες) σκληρός τρόπος θανατικής εκτέλεσης και μαρτυρίου κατά τον οποίο τοποθετούσαν τον κατάδικο ανάμεσα σε δύο σκάφες αφήνοντας έξω από αυτές το κεφάλι, τα χέρια και τα πόδια του εκτεθειμένα στον ήλιο και… …
- 1
- 2