μιαρός
1μιαρός — stained masc nom sg …
2μιαρός — ή, ό (ΑΜ μιαρός, και μιερός ά, ον) 1. βαμμένος, κηλιδωμένος ή μολυσμένος με αίμα 2. (γενικά) βρόμικος, λερωμένος, ακάθαρτος, ρυπαρός 3. (με ηθική σημ.) αισχρός, αχρείος 4. βέβηλος, ανίερος, ανόσιος («και οι μιαροί κατασκορπιούνται πάντα… …
3μιαρός — ή, ό 1. μολυσμένος, ακάθαρτος: Μιαρό σπίτι. 2. ανόσιος, ανίερος: Μιαρή γυναίκα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4μιαρά — μιαρός stained neut nom/voc/acc pl μιαρά̱ , μιαρός stained fem nom/voc/acc dual μιαρά̱ , μιαρός stained fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
5μιαρώτερον — μιαρός stained adverbial comp μιαρός stained masc acc comp sg μιαρός stained neut nom/voc/acc comp sg …
6μιαρωτάτω — μιαρός stained masc/neut nom/voc/acc superl dual μιαρός stained masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …
7μιαρωτάτων — μιαρός stained fem gen superl pl μιαρός stained masc/neut gen superl pl …
8μιαρῶν — μιαρός stained fem gen pl μιαρός stained masc/neut gen pl …
9μιαρόν — μιαρός stained masc acc sg μιαρός stained neut nom/voc/acc sg …
10μιαρώτατα — μιαρός stained adverbial superl μιαρός stained neut nom/voc/acc superl pl …