μιαρός

  • 61άγιος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 917 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιστιαίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιδηψού. * * * ια και ία, ιο (AM ἅγιος, ία, ιον) 1. (για πρόσωπα) ενάρετος, ευσεβής 2. ονομασία τού Θεού, τού Πνεύματος, τών… …

    Dictionary of Greek

  • 62άναγνος — η, ο (Α ἄναγνος, ον) [ἁγνός] ο μη αγνός, ακάθαρτος, μιαρός, αισχρός …

    Dictionary of Greek

  • 63άνομος — η, ο (AM ἄνομος, ον) (για πρόσωπα) 1. αυτός που δεν τηρεί τους νόμους, άδικος, παράνομος 2. (για πράγματα) α) ασεβής, μιαρός, φαύλος β) αυτός που γίνεται παράνομα, άδικος αρχ. 1. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα άνομα παράνομες πράξεις, ανομίες 2 …

    Dictionary of Greek

  • 64αλάστωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κακός και εκδικητικός δαίμονας που προκαλεί τον όλεθρο είτε ο ίδιος είτε κάνοντας όργανά του τους ανθρώπους. Στην τελευταία περίπτωση, α. ονομάζεται ο ίδιος ο άνθρωπος που διέπραξε τη μιαρή ή εκδικητική πράξη, όπως… …

    Dictionary of Greek

  • 65ανάγνιστος — η, ο (Α ἀνάγνιστος, ον) [ἁγνίζω] αυτός που δεν εξαγνίστηκε, άναγνος, μιαρός …

    Dictionary of Greek

  • 66ανόσιος — ια, ιο (AM ἀνόσιος, ον κ. ιος, ία, ιον) ανίερος, μιαρός, αποτρόπαιος αρχ. 1. (για πρόσωπα) βέβηλος, ασεβής, παραβάτης των θείων νόμων 2. (για νεκρούς) εκείνος στον οποίο δεν προσφέρθηκαν οι τιμές της ταφής …

    Dictionary of Greek

  • 67απρεπής — ές κ. άπρεπος, η, ο (AM ἀπρεπής, ές) [πρέπω] ο μη ευπρεπής, ανάρμοστος αρχ. 1. (για πρόσωπα) αισχρός, μιαρός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπρεπές η απρέπεία …

    Dictionary of Greek

  • 68διερός — διερός, ά, όν (Α) 1. ενεργητικός, ζωηρός, βιαστικός 2. ρευστός, υγρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σπάνια λ. που απαντά μόνο στην ποίηση και στον πεζό λόγο τής ελληνιστικής εποχής. Με τη σημ. «υγρός» η λ. συνδέθηκε με το διαίνω* (πρβλ. μιαρός, μιερός …

    Dictionary of Greek

  • 69ημιλάσταυρος — ἡμιλάσταυρος, ὁ (Α) αυτός που είναι εν μέρει πονηρός, μιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + λάσταυρος «επίθ. τού κίναιδου»] …

    Dictionary of Greek

  • 70ιθαγενής — ές (ΑΜ ἰθαγενής, ές Α και επικ. τ. ἰθαιγενής) αυτός που κατάγεται από τη χώρα στην οποία κατοικεί, αυτόχθονος, ντόπιος αρχ. 1. αυτός που γεννήθηκε από νόμιμο γάμο, νόμιμος 2. γνήσιος («ἰθαγενὲς χρυσίον» γνήσιος χρυσός) 3. φρ. «ἰθαγενὲς κύημα»… …

    Dictionary of Greek