μιαρός

  • 51μιαρότητα — Η (Α μιαρότης) [μιαρός] το να είναι κανείς μιαρός, αισχρότητα, ανιερότητα, ανοσιότητα νεοελλ. 1. βεβήλωση 2. μτφ. μόλυνση …

    Dictionary of Greek

  • 52μιερεύς — μιερεύς, έως, ο (ΑΜ, Α και μηερεύς) μιαρός ιερέας, ειδωλολάτρης ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σχηματισμένη από συμφυρμό τών τ. μιαρός + ἱερεύς] …

    Dictionary of Greek

  • 53παμμίαρος — ο (ΑΜ παμμίαρος, ον) παρά πολύ μιαρός, μιαρότατος, αχρειότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μιαρός] …

    Dictionary of Greek

  • 54υπομίαρος — ον, Α [μιαρός] κάπως μιαρός, κάπως μολυσμένος …

    Dictionary of Greek

  • 55μιαρωτάτας — μιαρωτάτᾱς , μιαρός stained fem acc superl pl μιαρωτάτᾱς , μιαρός stained fem gen superl sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 56μιαρωτέρα — μιαρωτέρᾱ , μιαρός stained fem nom/voc/acc comp dual μιαρωτέρᾱ , μιαρός stained fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 57μιαρωτέρας — μιαρωτέρᾱς , μιαρός stained fem acc comp pl μιαρωτέρᾱς , μιαρός stained fem gen comp sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 58гнус — род. п. гнуса мошкара, мелкие насекомые , гнусный, блр. гнюс скупердяй, подлец , ст. слав. гноусьнъ μιαρός (Супр.), болг. гнус отвращение , сербохорв. гну̑с, диал. гњу̑с грязь, навоз; отвращение , словен. gnȗs, чеш. hňus, hnis отвращение ,… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 59-ερός — ή, ό (AM ερός, ά, όν) 1. παραγωγικό επίθημα επιθέτων που σημαίνει πλησμονή, π.χ. θλιβερός, βροχερός, φθονερός κ.λπ. 2. στο ουδ. ουσιαστικών σημαίνει το όργανο ή το δοχείο όπου περιέχεται αυτό που δηλώνει το θέμα, π.χ. πατερό (ο ληνός, το… …

    Dictionary of Greek

  • 60Φοίβος — Το επικρατέστερο επίθετο του θεού Απόλλωνα. Σημαίνει τον φωτεινό και λαμπερό θεό. * * * ο / Φοῑβος, ΝΑ, και ως επίθ. φοῑβος, οίβη, ον, και φοιβός, ή, όν, Α 1. μυθ. προσωνυμία κυρίως τού Απόλλωνος ως θεού που αντιπροσώπευε την καθαρότητα, την… …

    Dictionary of Greek