μιαρός
41μιαρώτατος — μιαρός stained masc nom superl sg …
42μιαρώτερα — μιαρός stained neut nom/voc/acc comp pl …
43μιαρώτεραι — μιαρός stained fem nom/voc comp pl …
44μιαρώτεροι — μιαρός stained masc nom/voc comp pl …
45μιαρώτερος — μιαρός stained masc nom comp sg …
46μιαρώτατ' — μιαρώτατα , μιαρός stained adverbial superl μιαρώτατα , μιαρός stained neut nom/voc/acc superl pl μιαρώτατε , μιαρός stained masc voc superl sg μιαρώταται , μιαρός stained fem nom/voc superl pl …
47μιαίνω — (ΑΜ μιαίνω) 1. (ιδίως με αίμα) κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω (α. «μίανε τα χέρια του με το αίμα τού δολοφονημένου» β. «τοὺς τῶν θεών βωμοὺς αἵματι μιαίνειν», Πλάτ.) 2. μτφ. ρυπαίνω, σπιλώνω, μολύνω κάποιον ηθικά («εὔφημον ἦμαρ οὐ πρέπει κακαγγέλῳ… …
48πολυμίαρος — ον, Α πολύ μιαρός, πολύ βρόμικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μιαρός «βρόμικος, μολυσμένος» (πρβλ. παμ μίαρος)] …
49βέβηλος — η, ο (AM βέβηλος, ον) 1. ασεβής, άπιστος 2. μιαρός, ανίερος 3. ανέντιμος, ανήθικος αρχ. μσν. αυτός που δεν έχει καθαρθεί, αμύητος σε μυστηριακή λατρεία μσν. (για φαγητό) ακάθαρτος, απαγορευμένος, εφ όσον προέρχεται από ειδωλολατρική θυσία αρχ. 1 …
50μαγαρίζω — (Μ μαγαρίζω) 1. ρυπαίνω, λερώνω, βρομίζω 2. μιαίνω, μολύνω 3. (για χώρους και αντικείμενα λατρείας) βεβηλώνω 4. ασελγώ παρά φύση, βιάζω 5. ντροπιάζω 6. αλλαξοπιστώ 7. αμαρτάνω 8. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαγαρισμένος, η, ο(ν) α) μιαρός,… …