μηχᾰνικῶς
1μηχανικῶς — μηχανικός resourceful adverbial …
2μηχανικός — ή, ό (ΑΜ μηχανικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις μηχανές ή αυτός που εκτελείται με μηχανές (α. «ὀργάνοις τισί μηχανικοῑς», Αριστοτ. β. «μηχανική καλλιέργεια» γ. «μηχανική βλάβη») νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην… …
3ορειχαλκόσκονη — η σκόνη ορειχάλκου, κασσιτέρου και συνηθέστερα ψευδαργύρου, η οποία παράγεται χημικώς ή μηχανικώς με θρυμματισμό και κονιοποίηση και χρησιμοποιείται σε επιχρυσώσεις, αντί τής σκόνης χρυσού, στη βιβλιοδεσία, στη διακοσμητική, σε γύψινα και άλλα… …
4πόλος — ο, ΝΜΑ 1. καθένα από τα δύο άκρα τού νοητού άξονα γύρω από τον οποίο φαίνεται να στρέφεται η ουράνια σφαίρα ή τού άξονα περιστροφής τής Γης ή άλλων ουράνιων σωμάτων (α. «γεωγραφικοί πόλοι τής Γης» καθένα από τα δύο σημεία στα οποία ο στιγμιαίος… …
5σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… …
6στροφοδείκτης — ο, Ν ναυτ. όργανο συνδεδεμένο μηχανικώς ή ηλεκτρικώς με την άτρακτο τής έλικας που δείχνει τον αριθμό τών στροφών κατά λεπτό και από το οποίο, με πολλαπλασιασμό με το βήμα τής έλικας εξάγεται η ταχύτητα τού πλοίου …