μηχαν-ή

  • 31ταλάντωση — η / ταλάντωσις, ώσεως, ΝΑ [ταλαντῶ, ώνω] ταλάντευση νεοελλ. 1. φυσ. α) (μηχαν.) κίνηση που εκτελεί ένα ελαστικό υλικό, όταν εκτρέπεται από την κατάσταση ισορροπίας του β) (ηλεκτρ. ηλεκτρον.) διαδοχή ηλεκτρικών ρευμάτων φόρτισης εκφόρτισης, η… …

    Dictionary of Greek

  • 32τραχηλιώτης — ὁ, Α αυτός που έχει παχύ τράχηλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. ιώτης (πρβλ. μηχαν ιώτης, νησ ιώτης)] …

    Dictionary of Greek

  • 33υποθηκάριος — ία, ον, Μ αυτός που ανήκει σε υποθήκη. επίρρ... ὑποθηκαρίως Μ σχετικά με υποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποθήκη + κατάλ. άριος (πρβλ. μηχαν άριος)] …

    Dictionary of Greek

  • 34χαλυβουργείο — το, Ν εργοστάσιο παραγωγής ή κατεργασίας χάλυβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυβας + ουργείο (< ουργός < έργο*), πρβλ. μηχαν ουργείο. Η λ., στον λόγιο τ. χαλυβουργεῖον, μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα] …

    Dictionary of Greek

  • 35ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… …

    Dictionary of Greek

  • 36έλικα — Σπειροειδής γραμμή· γενικότερα καθετί που έχει συστραφεί σπειροειδώς. (Γεωμ.) Κάθε καμπύλη επάνω σε μια κυλινδρική επιφάνεια S, που έχει την ιδιότητα να τέμνει κάθε γενέτειρα της επιφάνειας S κατά την ίδια πάντοτε γωνία (σταθερογώνια τροχιά των… …

    Dictionary of Greek