μηχαν-ή

  • 21παραμόρφωση — Μεταβολή της μορφής ενός πράγματος προς το χειρότερο, το κάνω διαφορετικό, το κάνω αγνώριστο. Π. λέγεται και για τον άνθρωπο: «τα εγκαύματα του παραμόρφωσαν το πρόσωπο», «είναι ανάπηρος και με παραμορφωμένα μέλη». Λέγεται και για γραπτά ή… …

    Dictionary of Greek

  • 22παρεμπλοκή — ἡ, ΜΑ [παρεμπλέκω] 1. το να περικλείεται, να συμπεριλαμβάνεται κανείς ή κάτι σε κάτι άλλο 2. (μηχαν.) εμπλοκή τών δοντιών τροχού 3. στρατ. η ένταξη ελαφρώς οπλισμένων στρατιωτών μεταξύ οπλιτών 4. α) παρεμβολή β) διηγηματική παρεμβολή, σύμπλεξη… …

    Dictionary of Greek

  • 23ποσότητα — η / ποσότης, ητος, ΝΜΑ [ποσός] 1. οτιδήποτε μπορεί να μετρηθεί, ό,τι επιδέχεται αυξομείωση (α. «ποσότητα χρημάτων» β. «εισαγωγή ειδών διατροφής σε μεγάλες ποσότητες») 2. ο χρόνος διάρκειας τών φθόγγων, η ιδιότητα των συλλαβών να είναι μακρόχρονες …

    Dictionary of Greek

  • 24πυρανάφλεξη — η, Ν (μηχαν.) αυτόματη και απρογραμμάτιστη ανάφλεξη τού καύσιμου μίγματος στον κύλινδρο μιας μηχανής εσωτερικής καύσης που δημιουργείται κοντά στα τοιχώματα τού θαλάμου καύσης είτε με την επαφή τού καυσίμου με υπέρθερμες μεταλλικές επιφάνειες,… …

    Dictionary of Greek

  • 25σαγματάριος — ον, Μ φρ. «σαγματάριος ἵππος» ίππος που μεταφέρει φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάγμα, ατος + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius), πρβλ. μηχαν άριος] …

    Dictionary of Greek

  • 26σκαπανέας — ο / σκαπανεύς, έως, ΝΑ, και σκαμπανέας Ν αυτός που εργάζεται με τη σκαπάνη, που σκάβει, σκαφέας, σκαφτιάς νεοελλ. 1. στρ. στρατιώτης τού μηχανικού ο οποίος ασχολείται με τις σκαπτικές εργασίες, κν. σκαμπανεύς ή σκαμπανάκι 2. μέλος τής πρώτης… …

    Dictionary of Greek

  • 27σκευουργία — ἡ, Α 1. κατασκευή σκευών, εργαλείων ή πολεμικών εξαρτημάτων 2. κατασκευή προσωπείων και σκηνικών αντικειμένων, η σκευοποιΐα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκεῦος + ουργία (< ουργός < ἔργον*), πρβλ. μηχαν ουργία] …

    Dictionary of Greek

  • 28στροφουργία — ἡ, Μ δολοπλοκία, πλεκτάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόφος ή στροφή + ουργία (< ουργός < ἔργον*), πρβλ. μηχαν ουργία (για τη σημ. πρβλ. και στρόφις)] …

    Dictionary of Greek

  • 29σφαιρίδιο — το, ΝΜ μικρή σφαίρα νεοελλ. 1. καθένα από τα μικροσκοπικά μολύβδινα βλήματα τών κυνηγετικών όπλων, κν. σκάγι 2. μολύβδινη ψήφος την οποία χρησιμοποιούσαν παλαιότερα στις εκλογές προτού καθιερωθεί το ψηφοδέλτιο 3. (μηχαν.) μικρή σφαίρα από χάλυβα …

    Dictionary of Greek

  • 30σχοινοπολύγωνο — το, Ν (μηχαν.) επίπεδο πολυγωνικό σχήμα, βάσει τού οποίου προσδιορίζεται το σημείο εφαρμογής τής συνισταμένης πολλών ομοεπίπεδων δυνάμεων …

    Dictionary of Greek