μηχαν-ή

  • 11κλιμακόεις — κλιμακόεις, εσσα, εν (Α) αυτός που έχει βαθμίδες, σκαλοπάτια, ο κατασκευασμένος κατά βαθμίδες, κλιμακωτός («Ἰθώμην κλιμακόεσσαν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, ακος + επίθημα όεις (πρβλ. δροσ όεις, μηχαν όεις)] …

    Dictionary of Greek

  • 12κρηπιδουργός — κρηπιδουργός, ὁ (Α) υποδηματοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρηπίς, ῖδος (Ι) + ουργός (< ἔργον), πρβλ. μηχαν ουργός, σιδηρ ουργός] …

    Dictionary of Greek

  • 13μηλωτάριος — μηλωτάριος, ον (Μ) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μηλωτή 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μηλωτάριον ένδυμα από μηλωτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηλωτή (Ι) «προβιά» + κατάλ. άριος (πρβλ. μηχαν άριος)] …

    Dictionary of Greek

  • 14μοχλοβραχίονας — ο (μηχαν.) η απόσταση μεταξύ τής δύναμης που ενεργεί πάνω σε έναν μοχλό και υπομοχλίου, η οποία μετριέται πάντοτε κάθετα ως προς τη διεύθυνση τής δύναμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοχλός + βραχίων. Η λ., στην λόγια μορφή της μοχλοβραχίων, μαρτυρείται από το …

    Dictionary of Greek

  • 15οικουργός — οἰκουργός, όν (Α) αυτός που ασχολείται με τις δουλειές τού σπιτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + ουργός (< ἔργον), πρβλ. μηχαν ουργός, ξυλ ουργός] …

    Dictionary of Greek

  • 16οισυπόεις — οἰσυπόεις, εσσα, εν (Α) οισυπώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύπη «λιπώδης ουσία που εκκρίνεται από το έριο τών προβάτων» + κατάλ. όεις (πρβλ. καμπυλ όεις, μηχαν όεις)] …

    Dictionary of Greek

  • 17ολίσθηση — η (Α ὀλίσθησις, εως, ιων. γεν. ιος) [ολισθάνω] αυτόματη κίνηση πάνω σε κατωφερή ή λεία επιφάνεια, γλίστρημα και πέσιμο νεοελλ. 1. (μηχαν.) μετάθεση δύο επιφανειών που βρίσκονται σε επαφή με τέτοιο τρόπο ώστε ένα σημείο επαφής τής μιας να… …

    Dictionary of Greek

  • 18ουδέτερος — η, ο (ΑΜ οὐδέτερος, έρα, ον, Α και οὐθέτερος, έρα, ον) (αόρ. αντων.) 1. ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, κανένας από τους δύο (α. «οὐ γὰρ δι ἔχθρας οὐδετέρῳ γενήσομαι», Αριστοφ. β. «οὐδέ τις ἦν ἔριδυς χαλεπῆς λύσις... οὐδετέροις», Ησίοδ.) 2. το ουδ. ως… …

    Dictionary of Greek

  • 19πέδιλο(ν) — το, ΝΜΑ, αιολ. τ. πέδιλλον Α είδος υποδήματος που υπάρχει από την αρχαιότητα και το οποίο καλύπτει με δέρμα ή παρόμοιο υλικό μόνο το πέλμα ή και τον ταρσό τού ποδιού, ενώ συγκρατείται πάνω στο πόδι με κορδόνια ή λουριά, σανδάλι νεοελλ. αρχ.… …

    Dictionary of Greek

  • 20παραλληλόγραμμος — η, ο / παραλληλόγραμμος, ον ΝΑ 1. (για επιφάνειες) αυτός που έχει τις απέναντι πλευρές του παράλληλες 2. το ουδ. ως ουσ. το παραλληλόγραμμο μαθημ. τετράπλευρο με τις απέναντι πλευρές του παράλληλες νεοελλ. 1. φρ. α) «νόμος παραλληλογράμμου» μαθημ …

    Dictionary of Greek