μηχαν-ουργός

  • 1κρηπιδουργός — κρηπιδουργός, ὁ (Α) υποδηματοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρηπίς, ῖδος (Ι) + ουργός (< ἔργον), πρβλ. μηχαν ουργός, σιδηρ ουργός] …

    Dictionary of Greek

  • 2οικουργός — οἰκουργός, όν (Α) αυτός που ασχολείται με τις δουλειές τού σπιτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + ουργός (< ἔργον), πρβλ. μηχαν ουργός, ξυλ ουργός] …

    Dictionary of Greek

  • 3-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο …

    Dictionary of Greek

  • 4σκευουργία — ἡ, Α 1. κατασκευή σκευών, εργαλείων ή πολεμικών εξαρτημάτων 2. κατασκευή προσωπείων και σκηνικών αντικειμένων, η σκευοποιΐα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκεῦος + ουργία (< ουργός < ἔργον*), πρβλ. μηχαν ουργία] …

    Dictionary of Greek

  • 5στροφουργία — ἡ, Μ δολοπλοκία, πλεκτάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόφος ή στροφή + ουργία (< ουργός < ἔργον*), πρβλ. μηχαν ουργία (για τη σημ. πρβλ. και στρόφις)] …

    Dictionary of Greek

  • 6χαλυβουργείο — το, Ν εργοστάσιο παραγωγής ή κατεργασίας χάλυβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυβας + ουργείο (< ουργός < έργο*), πρβλ. μηχαν ουργείο. Η λ., στον λόγιο τ. χαλυβουργεῖον, μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα] …

    Dictionary of Greek