μηχανιώτης
1μηχανιώτης — μηχανιώτης, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) επινοητικός, εφευρετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + κατάλ. ιώτης κατά το ἀγγελ ιώτης] …
2μηχανιῶτα — μηχανιώτης contriver masc voc sg μηχανιώτης contriver masc nom sg (epic) …
3-ιώτης — (AM ιώτης) κατάλ. ουσιαστικών τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος ώτης με το ληκτικό στοιχείο ι τού θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. επαρχία: επαρχ ι ώτης, στάσις: στασ ι ώτης) η κατάλ. ώτης αποτελεί επηυξημένη μορφή… …
4μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …