μηχανη

  • 91κρεατομηχανή — η μηχανή που κόβει το κρέας σε κιμά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο (βλ. κρε[ο] ) + μηχανή] …

    Dictionary of Greek

  • 92κύλινδρος — I (Γεωμ.). Στρογγυλό και επίμηκες γεωμετρικό σώμα, που καταλήγει σε δύο παράλληλες βάσεις. Αν α είναι μια ευθεία και r ένα ορισμένο ευθύγραμμο τμήμα, ονομάζεται κυλινδρική επιφάνεια (ακριβέστερα, κυκλική κυλινδρική) το σύνολο των σε απόσταση r… …

    Dictionary of Greek

  • 93λαναριστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λανάρισμα («λαναριστική μηχανή» μηχανή με την οποία γίνεται το λανάρισμα) …

    Dictionary of Greek

  • 94λιθοκόπτης — ο 1. εργάτης που κόβει λίθους 2. μηχανή που κόβει λίθους σε ορισμένο μέγεθος και σχήμα, αλλ. λιθοκοπτική μηχανή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + κόπτης (< κόπτω), πρβλ. νυχο κόπτης] …

    Dictionary of Greek

  • 95λινοτυπία — η [λινοτύπης] 1. στοιχειοθέτηση με λινοτυπική μηχανή 2. η λινοτυπική μηχανή …

    Dictionary of Greek

  • 96λινοτυπικός — ή, ό [λινοτύπης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λινοτυπία 2. φρ. «λινοτυπική μηχανή» τυπογραφική μηχανή που χρησιμοποιείται για την κατασκευή και τη σύνθεση τυπογραφικών στοιχείων σε συμπαγείς μεταλλικούς στίχους από ειδικό τετηγμένο κράμα… …

    Dictionary of Greek

  • 97μαγγανότζαγρα — και μαγγανότζαγγρα, ἡ (Μ) πολιορκητική μηχανή που έριχνε βέλη, αλλ. μαγγανέλλο, μαγγανέλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάγγανο «πολιορκητική μηχανή» + τζάγρα «είδος βαρέος τόξου»] …

    Dictionary of Greek

  • 98μαγνητοηλεκτρικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ταυτόχρονα σε μαγνητικά και ηλεκτρικά φαινόμενα 2. φρ. «μαγνητοηλεκτρική μηχανή» μηχανή τής οποίας ο επαγωγέας αποτελείται από μόνιμο μαγνήτη …

    Dictionary of Greek

  • 99μετασχηματιστής — Στατική ηλεκτρική συσκευή κατάλληλη να μεταβιβάζει, αξιοποιώντας το φαινόμενο της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής, ηλεκτρική ενέργεια εναλλασσόμενου ρεύματος από ένα κύκλωμα σε ένα άλλο, τροποποιώντας μερικά χαρακτηριστικά αυτού του ρεύματος (τάση ή… …

    Dictionary of Greek

  • 100μετροφωτομηχανή — η φωτογραφική μηχανή που χρησιμεύει για τη λήψη μετροεικόνων ή αεροφωτογραμμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρο + φως, φωτός + μηχανή] …

    Dictionary of Greek