μηχανη

  • 71ντοκιμαντέρ — Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από την κινηματογραφική κριτική ως επίθετο. Τον δημιούργησε ο Τζον Γκρίρσον, ο οποίος, το 1926, στην κριτική του για την ταινία Μοάνα του Ρόμπερτ Φλάερτι, που δημοσίευσε στην εφημερίδα Sun της Νέας Υόρκης,… …

    Dictionary of Greek

  • 72Πατσινότι, Αντόνιο — (Pacinotti, Antonio, Πίζα 1841 – 1912). Ιταλός φυσικός, που επινόησε την ανατρέψιμη ηλεκτρομαγνητική μηχανή (την περιέγραψε στο έργο του Νέο Πείραμα, 1865), η οποία, αφού βελτιώθηκε, έγινε δυναμοηλεκτρική μηχανή συνεχούς ρεύματος και δόθηκε στο… …

    Dictionary of Greek

  • 73υδροστρόβιλοι — Εκμεταλλεύονται την ενέργεια των υδατοπτώσεων για να δώσουν μηχανική ενέργεια. Αποτελούνται από δύο βασικά όργανα: τον διανομέα (σταθερό) και το στροφέα (κινητό). Οι υδροστρόβιλοι κατατάσσονται με διάφορα κριτήρια, από τα οποία το σημαντικότερο… …

    Dictionary of Greek

  • 74Machine — This article is about devices that perform tasks. For other uses, see Machine (disambiguation). A machine manages power to accomplish a task, examples include, a mechanical system, a computing system, an electronic system, and a molecular machine …

    Wikipedia

  • 75Maschine — Eine Maschine (entlehnt aus frz. machine, von lat. machina, dieses von gr. μηχανή mechané „Werkzeug, künstliche Vorrichtung, Mittel“[1][2]) ist ein Gerät mit durch ein Antriebssystem bewegten Teilen. Maschinen werden als technische Arbeitsmittel… …

    Deutsch Wikipedia

  • 76ТЕАТР —    • Theatrum,          Θέατρον.     I. Греческий Т.          Древнегреческий T. предназначался не только для драматических представлений: трагедий, сатирических драм и комедий, но служил первоначально местом действия всех торжеств, относившихся… …

    Реальный словарь классических древностей

  • 77Диаспорология — Раздел ботаники Диаспорология Объекты исследования …

    Википедия

  • 78Mechanical system — This article is about systems that manage mechanical movement. For other uses, see Machine (disambiguation). A mechanical system manages power to accomplish a task that involves forces and movement. Mechanical is derived from the Latin word… …

    Wikipedia

  • 79αμαξοστοιχία — η (ή συρμός) τεχνολ. το σύνολο τών βαγονιών που τραβά μια σιδηροδρομική μηχανή έλξεως, μαζί με την μηχανή. Υπάρχουν επιβατικές αμαξοστοιχίες, αμαξοστοιχίες εμπορευμάτων, μικτές (όταν μεταφέρουν επιβάτες κι εμπορεύματα), ταχείες και υπερταχείες… …

    Dictionary of Greek

  • 80αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …

    Dictionary of Greek