μηχανη

  • 121σύστημα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σύσταμα και μτγν. τ. σύστεμα Α [συνίσταμαι] 1. σύνολο στοιχείων, υλικών ή ιδεατών, τού οποίου τα μέλη βρίσκονται σε στενή μεταξύ τους σχέση αλληλεξάρτησης και συναπαρτίζουν ένα οργανωμένο όλον, καθώς και η ολότητα τών σχέσεων …

    Dictionary of Greek

  • 122ταμιακός — και ταμειακός, ή, ό / ταμιακός και ταμειακός, ή, όν, ΝΜΑ [ταμίας] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ταμείο νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταμία και στο ταμείο («ταμειακές δυσχέρειες») 2. φρ. «ταμιακή μηχανή» καταγραφική και… …

    Dictionary of Greek

  • 123τηλετυποσυνθέτης — ο, Ν (τυπογρ.) μηχανή που είναι προσαρμοσμένη στη λινοτυπική μηχανή ενός τυπογραφείου και δέχεται από απόσταση ένα κείμενο μέσω διάτρητης χαρτοταινίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. teletypesetter < tele (< τηλ[ε] *) + type… …

    Dictionary of Greek

  • 124τροχαλία — Απλή μηχανή η οποία αποτελείται από ένα δίσκο, που στρέφεται γύρω από έναν άξονα ο οποίος διέρχεται από το κέντρο του. Στην εξωτερική περιφέρεια της τ. υπάρχει αύλακα, στην οποία προσαρμόζεται το σχοινί ή γενικά ένα όργανο έλξης. Η τ. χρησιμεύει… …

    Dictionary of Greek

  • 125υπερφόρτιση — η, Ν 1. (ηλεκτρολ.) κατάσταση λειτουργίας κατά την οποία μια μηχανή ή συσκευή δέχεται φορτίο μεγαλύτερο τού κανονικού, με αποτέλεσμα η ένταση τού ηλεκτρικού ρεύματος να υπερβαίνει την κανονική της τιμή, πράγμα που μπορεί να προκαλέσει βλάβη ή και …

    Dictionary of Greek

  • 126φρέζα — Εργαλειομηχανή που πραγματοποιεί το φρεζάρισμα, μηχανουργική κατεργασία στην οποία γίνεται εκμετάλλευση της περιστροφικής κίνησης ενός κυλινδρικού εργαλείου (φρέζα), στην περιφέρεια του οποίου υπάρχει μια σειρά κοπτικών πτερυγίων. Όταν το… …

    Dictionary of Greek

  • 127φρεζομηχανή — και παλ. τ. φραιζομηχανή, η, Ν η εκγλυπτική μηχανή, κν. φρέζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρέζα + μηχανή] …

    Dictionary of Greek

  • 128φωτομηχανή — η, Ν φωτογραφική μηχανή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + μηχανή] …

    Dictionary of Greek