μηχανη

  • 111πετροπομπός — όν, Μ 1. (για πολεμική μηχανή) αυτός που ρίχνει, που εκσφενδονίζει πέτρες («πετροπομποὺς ἀφέσεις») 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πετροπομπός πολεμική μηχανή που ρίχνει πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + πομπός (< πέμπω), πρβλ. ψυχο πομπός] …

    Dictionary of Greek

  • 112πλεκτομηχανή — η, Ν (υφαντ.) μηχανή παραγωγής πλεκτών υφασμάτων ή πλεκτών ενδυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεκτός + μηχανή] …

    Dictionary of Greek

  • 113πλινθομηχανή — η, Ν τεχνολ. μηχανή που χρησιμοποιείται για την κατασκευή πλίνθων και η οποία αποτελεί συνδυασμό πλαστουργικής μηχανής, πιεστηρίου και μηχανής εκτύπωσης σχεδίων ή τής ονομασίας τού εργοστασίου παραγωγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + μηχανή. Η λ., στον …

    Dictionary of Greek

  • 114πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …

    Dictionary of Greek

  • 115ραπτομηχανή — η, Ν μηχανή για ράψιμο υφασμάτων, ενδυμάτων, δερμάτων κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ράπτω + μηχανή. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] …

    Dictionary of Greek

  • 116ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… …

    Dictionary of Greek

  • 117σκορπιός — I (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο, ανάμεσα στο Ζυγό και στον Τοξότη. Αποτελείται από πολλά λαμπρά αστέρια, δεύτερου και τρίτου κυρίως μεγέθους, το σύνολο των οποίων σχηματίζει το σχήμα του σκορπιού. Το λαμπρότερο απ’ αυτά …

    Dictionary of Greek

  • 118σπαρτικός — ή, ό / σπαρτικός, ή, όν, ΝΑ [σπαρτός] νεοελλ. 1. κατάλληλος για σπορά, αυτός που χρησιμοποιείται στη σπορά 2. το ουδ. ως ουσ. τα σπαρτικά τα έξοδα για τη σπορά 3. φρ. α) «σπαρτική μηχανή» (γεωργ. τεχνολ.) γεωργική μηχανή που χρησιμοποιείται για… …

    Dictionary of Greek

  • 119στρόβιλος — Κινητήρια μηχανή εφοδιασμένη μ’ ένα περιστρεφόμενο μέρος, το στροφέα, ο οποίος κινείται από την ενέργεια ενός ρευστού. Ανάλογα με τη φύση του ρευστού αυτού διακρίνουμε τους σ. σε υδροστρόβιλους, αεριοστρόβιλους και ατμοστρόβιλους. Υδροστρόβιλος.… …

    Dictionary of Greek

  • 120σύγχρονος — η, ο / σύγχρονος, ον, ΝΜΑ αυτός που ανήκει στην ίδια χρονική στιγμή ή περίοδο με άλλον ή έχει την ίδια ηλικία με άλλον νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται την ίδια χρονική στιγμή με άλλον, ταυτόχρονος 2. αυτός που ανήκει στην παρούσα εποχή, που… …

    Dictionary of Greek