μηχανη
101μηχάνημα — το (ΑΜ μηχάνημα, Μ και μηχάνημαν) [μηχανώμαι] 1. σύνθετη μηχανή η οποία έχει ειδικό προορισμό 2. μτφ. ευφυής επινόηση, τέχνασμα, κόλπο, δολοπλοκία νεοελλ. φρ. α) «μηχάνημα προβολής» τεχνολ. συσκευή προβολής εικόνων σε οθόνη β) «μηχανήματα έργων»… …
102μηχάνιον — μηχάνιον, τὸ (Α) [μηχανή] αρδευτική μηχανή …
103μηχανισμός — ο 1. (μηχανολ.) το σύνολο τών μέσων που χρησιμοποιούνται σε μια μηχανική κατασκευή και τα οποία αποσκοπούν στη μετάδοση και τη διαμόρφωση τής κίνησης σε μια μηχανή ή σε ένα σύνολο μηχανικών εξαρτημάτων 2. χημ. η περιγραφή τών διαφόρων σταδίων που …
104μηχανοκίνητος — η, ο 1. αυτός που κινείται με μηχανή ή μηχανές 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μηχανοκίνητα στρ. α) τα οχήματα τού στρατού που μεταφέρουν τμήματά του β) τα τεθωρακισμένα 3. φρ. «μηχανοκίνητα αθλήματα» γενικός χαρακτηρισμός αγωνισμάτων που… …
105μηχανοσφαιροποιία — μηχανοσφαιροποιΐα, ἡ (Α) η κατασκευή σφαιρών με μηχανή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + σφαιροποιΐα (< σφαιροποιός)] …
106μονοτυπικός — ή, ό 1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μία ταξινομική βαθμίδα η οποία περιλαμβάνει μία μόνο άμεσα κατώτερη βαθμίδα (α. «μονοτυπικό γένος» το γένος στο οποίο ανήκει ένα μόνο είδος β. «μονοτυπική οικογένεια» οικογένεια στην οποία ανήκει ένα …
107μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… …
108μύλος — Μηχάνημα για το άλεσμα, τον τεμαχισμό και την κονιορτοποίηση στερεών ουσιών. Οι μ. είναι διάφορων ειδών και διάφορων χρήσεων, ανάλογα με τον τύπο του υλικού που πρόκειται να κατεργαστούν· χρησιμοποιούνται για το άλεσμα ορυκτών ή τη θραύση των… …
109ξαντικός — ή, ό (Α ξαντικός, ή, όν) [ξάντης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξάνση, στο λανάρισμα 2. το θηλ. ως ουσ. η ξαντική η τέχνη τού λαναρίσματος νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξαντικά η αμοιβή τού ξάντη, η αμοιβή για το λανάρισμα 2. φρ.… …
110περιστροφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που γίνεται ή ενεργεί με περιστροφή 2. φρ. α) «περιστροφικός κινητήρας» τεχνολ. κινητήρας εσωτερικής καύσης στον οποίο οι θάλαμοι καύσης περιστρέφονται μαζί με τον κινούμενο άξονα και έτσι προκαλούνται πιέσεις στα καυσαέρια, οι… …