μηχανη

  • 11δυναμοηλεκτρική μηχανή — Ηλεκτρική μηχανή επαγωγής, η οποία χρησιμοποιείται για τη μετατροπή της μηχανικής ενέργειας σε ηλεκτρική ενέργεια ή αντίστροφα. Ονομάζεται και δυναμό. Στην πράξη, ωστόσο, o όρος δ.μ. χρησιμοποιείται ειδικά για να υποδείξει μία ηλεκτρική μηχανή, η …

    Dictionary of Greek

  • 12λινοτυπική μηχανή — Τυπογραφική μηχανή για τη στοιχειοθεσία και την κατασκευή συμπαγών μεταλλικών στίχων. Ειδικότερα, η λ.μ. εκτελεί τη στοιχειοθεσία κατά στίχους (ιταλ. line = στίχος· λινοτυπική κυριολεκτικά σημαίνει στιχοτυπική), το χύσιμο του μετάλλου και τη… …

    Dictionary of Greek

  • 13αλωνιστική μηχανή — Γεωργικό μηχάνημα, το οποίο διαχωρίζει τους κόκκους των δημητριακών από το περίβλημά τους και τους απαλλάσσει από το άχυρο και τις άλλες ξένες ύλες. Ανάλογα με τις εργασίες που εκτελούν, οι α.μ. διακρίνονται σε απλές, σύνθετες και πλήρεις. Η απλή …

    Dictionary of Greek

  • 14Machina — μηχανή. — См. Махина …

    Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • 15αμελκτική μηχανή — Συσκευή που χρησιμοποιείται για το άρμεγμα αγελάδων. Αποτελείται ουσιαστικά από σωλήνες ελαστικού που εφαρμόζονται αεροστεγώς στις θηλές των μαστών· στους σωλήνες αυτούς προκαλούνται με αντλία διακοπτόμενες ελαττώσεις της πίεσης με τις oποίες… …

    Dictionary of Greek

  • 16κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… …

    Dictionary of Greek

  • 17μηχανῆι — μηχανῇ , μηχανάομαι make by art pres subj mp 2nd sg (doric) μηχανῇ , μηχανάομαι make by art pres ind mp 2nd sg (doric) μηχανῇ , μηχανάομαι make by art pres subj mp 2nd sg (epic ionic) μηχανῇ , μηχανάομαι make by art pres ind mp 2nd sg (epic… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 18γερανογέφυρα — Μηχανή για την ανύψωση φορτίων και τη μεταφορά τους από ένα σημείο σε οποιοδήποτε άλλο μέσα σε περιορισμένο χώρο. Αποτελείται από μια μεταλλική κατασκευή (γέφυρα), της οποίας τα άκρα στηρίζονται σε φορείο και κυλούν πάνω σε ζεύγος σιδηροτροχιών… …

    Dictionary of Greek

  • 19ηλεκτροκινητήρας — Μηχανή κατάλληλη για τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε μηχανική. Βλ. λ. κινητήρας. * * * ή ηλεκτρικός κινητήρας, ο ηλεκτρική μηχανή που παραλαμβάνει ηλεκτρική ενέργεια και αποδίδει μηχανικό έργο, κίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν.… …

    Dictionary of Greek

  • 20υδροστρόβιλος — Μηχανή που μετασχηματίζει την κινητική ενέργεια της μάζας του νερού σε μηχανική ενέργεια. Βλ. λ. στρόβιλος. * * * ο, Ν 1. τεχνολ. στρεφόμενη υδροδυναμική μηχανή που μετατρέπει τη δυναμική ή κινητική ενέργεια τών υδατοπτώσεων ή τής ροής τών… …

    Dictionary of Greek