μητρῷον
1μητρῶον — μητράζω take after one s mother fut part act masc voc sg (epic) μητράζω take after one s mother fut part act neut nom/voc/acc sg (epic) …
2μητρῷον — μητρῷος of a mother masc acc sg μητρῷος of a mother neut nom/voc/acc sg …
3LUDI Megalenses — in honorem Matris Deûm olim instituti, celebrabantur prid. Non Aprileis: quo festo Patricii mutitare, i. e. mutua celebrare convivia, soliti sunt, sicut plebs Cerealibus, teste A. Gell. l. 18. c. 2. Cic. in Catone mai. Primum semper habui sodales …
4Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …
5Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …
6δέμας — το (Α δέμας) (α. «μικρός το δέμας» μικροκαμωμένος β. «δέμας ἀθανάτοισιν ὁμοῑος» με θεϊκό παράστημα αρχ. 1. (περιφραστικά) «μητρῷον, πατρῷον δέμας» η μητέρα, ο πατέρας 2. «Ἀστερίας δέμας» η Δήλος 3. «Δάμαρτος ἀκτᾱς δέμας» το ψωμί 4. «δέμας πυρός… …
7λήμα — (I) η ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας chrysomelidae. (II) λῆμα, τὸ (Α) 1. ισχυρή θέληση, επιθυμία, απόφαση 2. θάρρος, αποφασιστικότητα («εὔτολμον ψυχῆς λῆμα», Σιμων.) 3. θρασύτητα, αλαζονεία, αυθάδεια («δῆλον... τἀνθρώπου στι τὸ… …
8μήτρα — I (Ανατ.). Το κοίλο πλατυσμένο μυώδες αναπαραγωγικό όργανο της γυναίκας που όταν δεν κυοφορεί αποβάλλει το ενδοθήλιό του (ενδομήτριο) κάθε μήνα στη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως και στο οποίο εμφυτεύεται το γονιμοποιημένο ωάριο και αναπτύσσεται το… …
9μητρωάζω — μητρῳάζω (Α) τελώ τα μυστήρια τής μητέρας τών θεών Κυβέλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μητρῷον «ιερό τής μητέρας τών θεών Κυβέλης» (βλ. λ. μητρώος) + κατάλ. άζω] …
10μητρωακός — μητρῳακός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει στη μητέρα τών θεών Κυβέλη ή στα μητρώα, ιερά τής Κυβέλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μητρῷον «ιερό τής Κυβέλης» + κατάλ. ακός] …
- 1
- 2