1μητίεσσι — μη̱τίεσσι , μῆτις wisdom fem dat pl (epic aeolic) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2πολύφατος — ον, Α 1. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, περίφημος, διαβόητος 2. έξοχος, εξαίρετος («ὅθεν ὁ πολύφατος ὕμνος ἀμφιβάλλεται σοφῶν μητίεσσι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φατός (< φημί), πρβλ. θεό φατος] …
Dictionary of Greek