μηρ-ιαῖος

  • 1-ιαίος — παραγωγική κατάλ. πολλών επιθ. τής αρχ. ελλ. με ευρεία χρήση και στη νέα ελλ. Δημιουργήθηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αιος* με ι , το οποίο εμφανίζουν ορισμένες λ. στο θέμα τους (πρβλ. γων ι αίος, ημιωβολ ι αίος, οργυ ι αίος, ραχ ι αίος, σταδ ι… …

    Dictionary of Greek

  • 2λεοντιαίος — λεοντιαῑος, αία, ον (Α) αυτός που μοιάζει με λιοντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέων, οντος + επίθημα ιαῖος (πρβλ. μηρ ιαίος, νωτ ιαίος)] …

    Dictionary of Greek

  • 3κολοσσιαίος — και κολοσσαίος, α, ο (Α κολοσσιαῑος, αία, ον) αυτός που έχει το μέγεθος κολοσσού, υπερμεγέθης, πελώριος («κολοσσιαῑον ἀνδριάντα ἐπίχρυσον», Φίλ.) νεοελλ. πολύ μεγάλος («κολοσσιαία δύναμη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοσσός + επίθημα αῖος / ιαῖος (πρβλ. πηγ …

    Dictionary of Greek

  • 4ονυχιαίος — α, ο (Μ ὀνυχιαῑος, α, ον) 1. αυτός που έχει τις διαστάσεις ενός νυχιού, ελάχιστος 2. (κατ επέκτ.) (για πρόσ.) ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνυξ, υχος (Ι) + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. μηρ ιαίος)] …

    Dictionary of Greek