μηρός
1μηρός ο — μηρός, ο το παχύτερο μέρος του ανθρώπινου ποδιού από το γόνατο ως τους γοφούς, το μπούτι: Χτύπησε στο μηρό πέφτοντας από το άλογο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2μηρός — thigh masc nom sg …
3μηρός — (Ανατ.). Τμήμα του κάτω άκρου, που περιλαμβάνεται μεταξύ λεκάνης και γόνατος. Έχει σχήμα ατελούς κώνου με τη βάση προς τα πάνω και λοξή φορά από πάνω προς τα κάτω. Ο σκελετός του περιβάλλεται ολόκληρος από ισχυρές μυϊκές δέσμες, που εκτελούν τις… …
4μήρος — (Ανατ.). Τμήμα του κάτω άκρου, που περιλαμβάνεται μεταξύ λεκάνης και γόνατος. Έχει σχήμα ατελούς κώνου με τη βάση προς τα πάνω και λοξή φορά από πάνω προς τα κάτω. Ο σκελετός του περιβάλλεται ολόκληρος από ισχυρές μυϊκές δέσμες, που εκτελούν τις… …
5μηροῖν — μηρός thigh masc gen/dat dual …
6μηροῖο — μηρός thigh masc gen sg (epic) …
7μηροῖς — μηρός thigh masc dat pl …
8μηροῖσι — μηρός thigh masc dat pl (epic ionic aeolic) …
9μηροῖσιν — μηρός thigh masc dat pl (epic ionic aeolic) …
10μηροί — μηρός thigh masc nom/voc pl …