μηρός

  • 91υπομηρίδιος — α, ο, Ν ανατ. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον μηρό ή αυτός που βρίσκεται στο κάτω τμήμα του («υπομηρίδιος μυς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + μηρός + κατάλ. ίδιος (πρβλ. μετωπ ίδιος)] …

    Dictionary of Greek

  • 92φαινομηρίδα — η / φαινομηρίς, ίδος, ΝΑ, και φανομηρίς Α (στην αρχαιότητα) γυναίκα που φορούσε ανοιχτό στα πλάγια ένδυμα, ώστε να φαίνονται οι μηροί της νεοελλ. συνεκδ. ανοιχτό στα πλάγια ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + μηρός + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. παλλακ ίς)] …

    Dictionary of Greek

  • 93χειρομήριον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ῥυκάνη... τεκτονικὸν ἐργαλεῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μηρός + κατάλ. ιον] …

    Dictionary of Greek

  • 94χοιρομέρι — το, και παλ. λόγιος τ. χοιρομήριο(ν) Ν χοιρινό μπούτι διατηρημένο με αλάτι και κάπνισμα, ζαμπόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοίρος + μηρίον / μερί (< μηρός)] …

    Dictionary of Greek

  • 95όκλαση — η (Α ὄκλασις) [οκλάζω] καθιστική στάση με κάμψη τών γονάτων («λέγεται τὸ ἐπὶ τὰς κνήμας καὶ τὰς πτέρνας κάμψαντα τὰ γόνατα καθίσαι», Ιπποκρ.) νεοελλ. όρος τής γυμναστικής ο οποίος δηλώνει τη θέση τού σώματος κατά την οποία κάμπτονται τα γόνατα… …

    Dictionary of Greek

  • 96αχονδροπλασία — Παθολογική κατάσταση του σώματος, που χαρακτηρίζεται από την ατροφική ανάπτυξη των χεριών και των ποδιών. Η πάθηση αυτή, που οφείλεται σε διαταραχές της ομαλής ανάπτυξης του σκελετού, προκαλείται συνήθως κατά την περίοδο της ενδομήτριας ζωής.… …

    Dictionary of Greek

  • 97ιππίδες — Οικογένεια θηλαστικών η οποία περιέχει ένα μόνο γένος και εννιά είδη. Περιλαμβάνει τα άλογα, τα γαϊδούρια, τους ζέβρους και ορισμένα άλλα είδη του γένους Equus. Είναι μονοδάχτυλα ζώα, δηλαδή κάθε άκρο φέρει μόνο ένα πλήρες δάχτυλο, ενώ το τρίτο,… …

    Dictionary of Greek

  • 98Κωλιάδα — Αρχαιοελληνική θεότητα, η οποία λατρευόταν πάνω στο ομώνυμο ακρωτήριο της Αττικής (Κωλιάδα άκρα), στη σημερινή τοποθεσία Άγιος Κοσμάς, κοντά στο Ελληνικό. Αργότερα, η ονομασία αυτή αποδόθηκε στην Αφροδίτη και ταυτίστηκε με αυτήν (Κ. Αφροδίτη), το …

    Dictionary of Greek

  • 99ԱԶԴՐ — (դեր, րաց.) NBH 1 0010 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 10c, 12c ԱԶԴՐ գրի եւ ԱՍՏՐ. μηρός, μηρίον, σκέλος , femur, crus, ilium Մասն կենդանւոյ ʼի միջաց եւ ʼի վայր՝ մինչեւ ʼի ծունկս եւ ցոլոգս. զիստ. երանք. բարձք. պուտ, ույլուգ, պալտըր,… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 100ԲԱՐՁՔ — (բարձից, իւք.) NBH 1 461 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c Մասունք մարմնոյ ʼի միջոյ եւ ʼի վայր իբրու կրկին բարձք կամ բարձօղ զծանրութիւն մարմնոյն. որ եւ Ազդերք. Երանք. եւ ստորին կողմանք նոցա մինչեւ ʼի ծունկս եւ յոլոգս կամ… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)