μηρός
81περίμηρος — ον, Α αυτός που βρίσκεται γύρω από τον μηρό («τοῑς περιμήροις τοῡ σώματος μέρεσι», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μηρός] …
82πλίσσω — και πλίσσομαι Α (το ενεργ και κυρίως το μέσ.) 1. βηματίζω διπλώνοντας το ένα σκέλος μετά το άλλο 2. (στον Όμ.) (για ημιόνους) βηματίζω γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Έχει προταθεί η σύνδεση τού ρ. με τύπους όπως: αρχ. ιρλδ. sliassait… …
83πλανησίεδρος — ον, Α (για την επιγονατίδα) αυτός που έχει κινητή έδρα, που κινείται ελεύθερα («σκέλους δὲ τὸ μὲν ἀμφικέφαλον μηρός, τὸ δὲ πλανησίεδρον μύλη», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < πλάνησις + εδρος (< ἕδρα), πρβλ. πολύ εδρος] …
84πλατυμηρία — η, Ν ανατ. ανώμαλη διαμόρφωση τού μηρού και τού μηριαίου οστού, κατά την οποία το άνω ημιμόριο τού οστού είναι πεπλατυσμένο από την πρόσθια προς την οπίσθια επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ, αγγλ. platymeria (< πλατυ * + μηρία <… …
85ριζομήριο — το, Ν ανατ. η ρίζα τού μηρού, δηλαδή το μέρος όπου ο μηρός ενώνεται με τον κορμό …
86στόμον — τὸ, Α στόμιο, οπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα (πρβλ. μηρός: μῆρα)] …
87σφακελίζω — ΝΑ [σφάκελος (Ι)] νεοελλ. (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ο σφακελισμένος ο διάβολος αρχ. 1. πάσχω από σφάκελο, από γάγγραινα («ἐσφακέλισέ τε τὸ ὀστέον καὶ ὁ μηρὸς ἐσάπη», Ηρόδ.) 2. αναισθητοποιούμαι από το ψύχος, ξεπαγιάζω 3. (για φυτά και… …
88τε — ΝΜΑ (ως συμπλεκτ. σύνδ.) χρησιμοποιείται αντί τού και, στη νεοελλ. ως λόγιος τ. ιδίως σε προτάσεις που περιέχουν δύο και, αντί τού πρώτου (α. «είναι άριστος γνώστης τής τε αρχαίας και τής νεοελληνικής γλώσσας» β. «χρὴ...λαχάνων ἅπτεσθαι, κοιλίαν… …
89υποκώλιον — τὸ, Α (για ζώο) ο μηρός («κατακλίνεται ὑποθεὶς τὰ ὑποκώλια ὑπὸ τὰς λαγόνας», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κῶλον «μέλος σώματος ανθρώπου ή ζώου και ειδικά τα άκρα»] …
90υπομήρια — Α πληγές στο εσωτερικό μέρος τών μηρών από τριβή τής επιδερμίδας κατά το βάδισμα ή την ιππασία, διατρίμματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μηρός + κατάλ. ίον] …