μηρός
71μηροκαυτώ — μηροκαυτῶ, έω (Α) καίω μηρούς κατά τη διάρκεια θυσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + καυτῶ (< καυτός < καίω), πρβλ. ηλιο καυτώ, ιερο καυτώ] …
72μηροτραφής — και μηροτρεφής, ές (Α) (ως επίθ. τού Διονύσου) αυτός που έχει τραφεί μέσα στον μηρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + τραφής και τρεφής (< τρέφω), πρβλ. μουσο τραφής] …
73μηροτυπής — μηροτυπής, ές (Α) αυτός που χτυπάει τους μηρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + τυπής (< τύπτω «χτυπώ» πρβλ. πλευρο τυπής, χειρο τυπής] …
74μηρόκλαστος — μηρόκλαστος, ον (Μ) αυτός που έχει σπάσει τον μηρό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + κλαστός (< κλάω, «σπάω»), πρβλ. μυλό κλαστος] …
75μπούτι — το 1. μηρός ανθρώπου ή ζώου, μερί. 2. φρ. «μπλέξαμε τα μπούτια μας», βρισκόμαστε σε πλήρη σύγχυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. but] …
76ομηρίζω — ὁμηρίζω (Α) 1. μιμούμαι τον Όμηρο, γράφω ποιήματα χρησιμοποιώντας ομηρικές φράσεις 2. θεατρ. εκτελώ σκηνές από τα ομηρικά έπη 3. (για άρρενες) συνουσιάζομαι παρά φύσιν 4. αφαιρώ αίμα με βεντούζα, κάνω κοφτές βεντούζες. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὅμηρος. Το ρ …
77οπισθόμηρον — ὀπισθόμηρον, τὸ (Α) το πίσω μέρος τού μηρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + μηρός] …
78παραμήριος — ον, ΜΑ μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ παραμήριον εγχειρίδιο και, γενικά, κοφτερό όπλο αρχ. 1. φρ. «παραμήριος μάχαιρα» (κατά τον Ησύχ.) μαχαίρι που έφεραν στο πλάι τού μηρού 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παραμήρια τα εσωτερικά τμήματα τών μηρών. [ΕΤΥΜΟΛ …
79παραμηρίδιος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κατά μήκος τών μηρών 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παραμηρίδια οπλισμός τών μηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μηρός + κατάλ. ίδιος] …
80παραμηριαίος — αία, ον Α αυτός που βρίσκεται κατά μήκος τών μηρών, παραμηρίδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μηρός + κατάλ. αῖος] …