μηρός

  • 61μήρα — μῆρα, τὰ (Α) οι μηροί («κατὰ μῆρα κάη καὶ σπλάγχνα πάσαντο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μηρός] …

    Dictionary of Greek

  • 62μήρια — (Α) [μηρός] (κατά τον Ησύχ.) «τὰ ἐκ τῶν μηρῶν ἐξαιρούμενα ὀστᾱ» …

    Dictionary of Greek

  • 63μήριγξ — μῆριγξ και σμῆριγξ, ἡ (Α) 1. σκληρή τρίχα, γουρουνότριχα 2. (κατά τον Ησύχ.) α) (ο τ. μῆριγξ) «ἄκανθα γινομένη ἐν τοῑς ἐρίοις τῶν προβάτων» β) (ο τ. σμῆριγξ) «πόα καὶ εἶδος ἀκάνθης, σμήριγγες πλεκταί, σειραί, βόστρυχοι, καὶ τῶν κυνῶν ἐν τοῑς… …

    Dictionary of Greek

  • 64μεσομήριο — το (Α μεσομήριον) ανατ. το τμήμα τού σώματος που βρίσκεται μεταξύ τών μηρών, η βουβωνική χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + μηρός] …

    Dictionary of Greek

  • 65μηρίζω — (Α) [μηρός] χτυπώ στους μηρούς …

    Dictionary of Greek

  • 66μηραλγία — η [μηρός] ιατρ. νευραλγία τών μηρών, πάθηση η οποία εκδηλώνεται κυρίως στην περιοχή τού μηριαιοδερματικού νεύρου …

    Dictionary of Greek

  • 67μηριαίος — α, ο (Α μηριαῑος, α, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μηρό ή στους μηρούς νεοελλ. φρ. α) «μηριαία αρτηρία» ανατ. η βασική αρτηρία για την αιμάτωση τών στοιχείων τού μηρού β) «μηριαία φλέβα» ανατ. το βασικό απαγωγό αιμοφόρο αγγείο τού μηρού… …

    Dictionary of Greek

  • 68μηρικός — ή, ό αυτός που ανήκει στον μηρό, ο μηριαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο] …

    Dictionary of Greek

  • 69μηριόνης — Ήρωας του Τρωικού πολέμου, που αναφέρεται σε πολλά σημεία της Ιλιάδας. Ο Όμηρος τον περιγράφει ως συνετό, γενναίο και επιδέξιο πολεμιστή. Καταγόταν από την Κρήτη και ήταν στενός φίλος του Ιδομενέα, τον οποίο όμως σκότωσε κατά λάθος, σκοπεύοντας… …

    Dictionary of Greek

  • 70μηροκήλη — η (Α μηροκήλη) κήλη τών ενδοκοιλιακών σπλάγχνων διά μέσου τού μηριαίου δακτυλίου στον μηρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + κήλη (πρβλ. κιρσο κήλη, ομφαλο κήλη)] …

    Dictionary of Greek