μηρός
51ενστρέφω — ἐνστρέφω (Α) [στρέφω] 1. περιστρέφω, κινώ («ἔνθα τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται», Ομ. Ιλ.) 2. ζω σ έναν τόπο («σηκοῑς δ ἐνστρέφει Τροφωνίου», Ευρ.) …
52ηβομηρικός — ή, ό ανατ. φρ. «ηβομηρικός σύνδεσμος» ένας από τους συνδέσμους που ενισχύουν τον αρθρικό θύλακο τής κατ ισχίον διαρθρώσεως, ο οποίος καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια τού θυλάκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήβη + μηρικός (< μηρός). Η λ. μαρτυρείται από το… …
53ημιεδραίος — αία, ο 1. ο κατά το ήμισυ εδραίος, μισοκαθισμένος 2. φρ. (γυμναστ.) «ημιεδραία θέση» η θέση τού καθισμένου με τον έναν μόνο μηρό πάνω σε οριζόντια δοκό ή άλλο γυμναστικό όργανο, ενώ ο άλλος μηρός τού γυμναζόμενου κρέμεται φυσικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …
54ισχιομηρικός — ή, ό φρ. «ισχιομηρικός σύνδεσμος» ο σύνδεσμος τής οπίσθιας πλευράς τού αρθρικού θυλάκου, ο οποίος αναστέλλει τη στροφή τού μηρού προς τα μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχίον + μηρ ικός (< μηρός). Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ.… …
55καλλίμηρος — καλλίμηρος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίους μηρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + μηρός] …
56καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία …
57κοτυληδόνα — (Cotyledon). Γένος θαμνωδών φυτών της οικογένειας των κρασουλιδών (δικοτυλήδονα), με κέντρο εξάπλωσης την Αφρική· ορισμένα είδη καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Στην Ελλάδα, κυρίως στη νότια, συναντώνται επτά είδη που αυτοφύονται πάνω σε βράχους… …
58κωλήν — κωλήν, ῆνος, ἡ (Α) 1. μηρός, κωλή* 2. στον πληθ. αἱ κωλῆνες τα οστά τού σκέλους 3. φρ. «κωλὴν ὑείων κρειῶν» χοιρομέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶλον + επίθημα ήν, ῆνος, που απαντά σε ονομασίες μελών τού σώματος (πρβλ. σωλήν, ήνος)] …
59κωληνάριον — κωληνάριον, τὸ (Α) [κωλήν] υποκορ. μικρός μηρός …
60μήνιγγα — η (Α μῆνιγξ, ιγγος) καθένα από τα τρία μεμβρανώδη περιβλήματα χοριοειδής, αραχνοειδής και σκληρά μήνιγγα τα οποία περιβάλλουν τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό νεοελλ. στον πληθ. οι μήνιγγες ονομασία τών κροτάφων, τα μηλίγγια αρχ. 1. το τύμπανο… …