μηρός
11μηροῦ — μηρός thigh masc gen sg …
12μηρούς — μηρός thigh masc acc pl …
13μηρῶ — μηρός thigh masc gen sg (doric aeolic) …
14μηρῶν — μηρός thigh masc gen pl …
15μηρῷ — μηρός thigh masc dat sg …
16μηρόν — μηρός thigh masc acc sg …
17μηρώ — μηρός thigh masc nom/voc/acc dual …
18σκάζω — (I) ΜΑ (κυρίως στον ενεστ. και παρατ.) χωλαίνω, κουτσαίνω («σκάζων μηρός», Πλούτ.) αρχ. 1. (η μτχ. ουδ. εν. και πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ σκάζον και τὰ σκάζοντα κάθε μορφή ατέλειας, ανωμαλίας ή βλάβης (α. «μὴ εὑρεθῆ τὸ δημόσιον σκάζον», πάπ …
19σύμμηρος — ον, ΜΑ αυτός τού οποίου οι μηροί παρουσιάζουν κλίση προς τα μέσα, ραιβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μηρος (< μηρός), πρβλ. ἔμ μηρος] …
20mēmso-, mē(m)s-ro- — mēmso , mē(m)s ro English meaning: flesh Deutsche Übersetzung: “Fleisch” Grammatical information: n. conservative stem mēs n. (from *mēms) Material: O.Ind. müm sa n. “Fleisch”, müm s pacana “Fleisch cooking”; mü s n.… …