μηρύομαι
1μηρύομαι — και δωρ. τ. μαρύομαι (Α) 1. συστέλλω, περιτυλίγω, μαζεύω, ανασύρω («ιστία μηρύσαντο», Ομ. Οδ.) 2. τεντώνω τις χορδές πολεμικής μηχανής 3. υφαίνω 4. εξάγω φλέγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μήρινθος] …
2μηρύομαι — μηρύ̱ομαι , μηρύομαι draw up pres ind mp 1st sg …
3μηρύεσθε — μηρύ̱εσθε , μηρύομαι draw up pres imperat mp 2nd pl μηρύ̱εσθε , μηρύομαι draw up pres ind mp 2nd pl μηρύ̱εσθε , μηρύομαι draw up imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …
4μήρινθος — μήρινθος, και σμήρινθος ἡ (Α) 1. σχοινί, σπόγγος («οὐ δὲ τρήρωνα πέλειαν λεπτῷ μηρίνθῳ δῆσεν ποδός», Ομ. Ιλ.) 2. ορμιά αλιευτική, πετονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι λ. μήρινθος και μηρύομαι εμφανίζουν πιθ. την εκτεταμένη βαθμίδα *mēr τής ΙΕ… …
5διαμηρυομένων — διαμηρῡομένων , διά μηρύομαι draw up pres part mp fem gen pl διαμηρῡομένων , διά μηρύομαι draw up pres part mp masc/neut gen pl …
6μηρυομένων — μηρῡομένων , μηρύομαι draw up pres part mp fem gen pl μηρῡομένων , μηρύομαι draw up pres part mp masc/neut gen pl …
7μηρύου — μηρύ̱ου , μηρύομαι draw up pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) μηρύ̱ου , μηρύομαι draw up imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …
8μηρύσασθε — μηρύ̱σασθε , μηρύομαι draw up aor imperat mid 2nd pl μηρύ̱σασθε , μηρύομαι draw up aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) …
9μηρύσεται — μηρύ̱σεται , μηρύομαι draw up aor subj mid 3rd sg (epic) μηρύ̱σεται , μηρύομαι draw up fut ind mid 3rd sg …
10περιμηρύου — περιμηρύ̱ου , περί μηρύομαι draw up pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) περιμηρύ̱ου , περί μηρύομαι draw up imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …