μηροτρεφής
1μηροτρεφής — μηροτρεφής, ές (Α) βλ. μηροτραφής …
2μηροτρεφής — thigh bred masc/fem nom sg …
3μηροτραφής — και μηροτρεφής, ές (Α) (ως επίθ. τού Διονύσου) αυτός που έχει τραφεί μέσα στον μηρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + τραφής και τρεφής (< τρέφω), πρβλ. μουσο τραφής] …