μηροί

  • 1μηροί — μηρός thigh masc nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2άντυξ — η (Α ἄντυξ, υγος) (Τεχνολ. Τοπογρ.) αρχ. 1. η περιφέρεια ή το χείλος κάθε πράγματος με κυκλικό ή καμπυλωτό σχῆμα 2. κύκλος μεταλλικός που περιέβαλλε την ασπίδα 3. ο γύρος του δίφρου που χρησίμευε για στήριγμα ή λαβή ή για την εξάρτηση των ηνίων 4 …

    Dictionary of Greek

  • 3καταρρυής — καταρρυής, ές (Α) 1. αυτός που ρέει προς τα κάτω γλιστρώντας 2. (για λιπαρές σάρκες που θερμαίνονται) σταλάζω λίπος («καταρρυεῑς μηροὶ καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ρρυής (< ῥέω, πρβλ. αόρ. β ἐ ρρύ ην), πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 4μήρα — μῆρα, τὰ (Α) οι μηροί («κατὰ μῆρα κάη καὶ σπλάγχνα πάσαντο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μηρός] …

    Dictionary of Greek

  • 5μηριαίος — α, ο (Α μηριαῑος, α, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μηρό ή στους μηρούς νεοελλ. φρ. α) «μηριαία αρτηρία» ανατ. η βασική αρτηρία για την αιμάτωση τών στοιχείων τού μηρού β) «μηριαία φλέβα» ανατ. το βασικό απαγωγό αιμοφόρο αγγείο τού μηρού… …

    Dictionary of Greek

  • 6μνούνες — μνοῡνες (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μηροί» …

    Dictionary of Greek

  • 7ροικός — Αρχιτέκτονας και χαλκοπλάστης από τη Σάμο. Έζησε στα μέσα του 7ου αι. και ήταν γιος του Φιλέα ή Φιλαίου. Δημιούργησε μια οικογένεια Σάμιων καλλιτεχνών, που οι πιο γνωστοί τους είναι ο γιος του Τηλεκλής και ο εγγονός του Θεόδωρος. Κατά τον Ηρόδοτο …

    Dictionary of Greek

  • 8σπαστικός — (Ιατρ.). Το άτομο που παρουσιάζει αθέλητη, έντονη και διαρκή συστολή διάφορων μυών, τόσο των γραμμωτών, όσο και των λείων. Οι σπαστικές αυτές συστολές συνοδεύονται συνήθως από πόνους. Ο σπασμός των μυών των αρτηριακών αγγείων των διαφόρων οργάνων …

    Dictionary of Greek

  • 9συμμηρία — ἡ, Α [σύμμηρος] το σημείο όπου συναντώνται οι μηροί ή η σύσφιγξη τών μηρών …

    Dictionary of Greek

  • 10σύμμηρος — ον, ΜΑ αυτός τού οποίου οι μηροί παρουσιάζουν κλίση προς τα μέσα, ραιβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μηρος (< μηρός), πρβλ. ἔμ μηρος] …

    Dictionary of Greek