1μηνιτής — μηνιτής, και μηνίτης, ὁ (Α) αυτός που είναι γεμάτος οργή, ο οργίλος, ο θυμωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μηνιτής < μηνίω, ενώ ο τ. μηνίτης < μῆνις «οργή, θυμός» + επίθημα ίτης (πρβλ. σελην ίτης)] …
Dictionary of Greek
2μηνιτής — wrathful man masc nom sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)