μηνίγγιον

  • 1μηνίγγιον — μηνίγγιον, τὸ (Α) βλ. μηνίγγι …

    Dictionary of Greek

  • 2μηνίγγι — και μηλίγγι και μελίγγι, το (Α μηνίγγιον) η μήνιγγα αρχ. υποκορ. τού μῆνιγξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηνίγγ ιον, υποκορ. τού μῆνιγξ, ιγγος. Ο τ. μηλίγγι < μηνίγγι με ανομοιωτική τροπή τού ν σε λ , ενώ ο τ. μελίγγι < μηλίγγι με τροπή τού η σε ε από… …

    Dictionary of Greek