μηνιάτικος
1μηνιάτικος — η, ο 1. ο μηνιαίος 2. το ουδ. ως ουσ. το μηνιάτικο α) ενοίκιο ή μίσθωμα ενός μήνα («χρωστάει δύο μηνιάτικα») β) ο μισθός τον οποίο παίρνει κάποιος κάθε μήνα («το μηνιάτικο δεν μού φτάνει για να πληρώσω όλους τους λογαριασμούς»). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …
2μηνιάτικος — η, ο αυτός που γίνεται κάθε μήνα ή διαρκεί ένα μήνα: Μηνιάτικη εξέταση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… …
4μονομηνιάτικος — η, ο (συν. για νεοσσούς πτηνών) αυτός που γίνεται, που εκκολάπτεται μέσα στον ίδιο μήνα ή σε έναν μήνα («μονομηνιάτικα πουλιά»). επίρρ... μονομηνιάτικα κατά τον ίδιο μήνα ή σε ένα μήνα, μέσα στον ίδιο μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * μηνιάτικος (< …