μηναγύρτης
1μηναγύρτης — μηναγύρτης, ὁ (Α) 1. μητραγύρτης* 2. ως κύριο όν. Μηναγύρτης τίτλος κωμωδιών τού Αντιφάνους και τού Μενάνδρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < Μήν + ἀγύρτης «ζητιάνος» (< ἀγείρω)] …
2μηναγύρτης — a priest of Rhea masc nom sg μηναγυρτέω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …
3μηναγύρται — μηναγύρτης a priest of Rhea masc nom/voc pl μηναγύρτᾱͅ , μηναγύρτης a priest of Rhea masc dat sg (doric aeolic) …
4μηναγυρτῶν — μηναγύρτης a priest of Rhea masc gen pl μηναγυρτέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) …
5μηναγύρτην — μηναγύρτης a priest of Rhea masc acc sg (attic epic ionic) …
6μηναγύρτῃ — μηναγύρτης a priest of Rhea masc dat sg (attic epic ionic) …
7μηναγυρτώ — μηναγυρτῶ, έω (Α) [μηναγύρτης] (δ. γρφ.) μητραγυρτώ* …