μηλώσιος
1μηλώσιος — μηλώσιος, ὁ (Α) προσωνυμία τού Διός ως προστάτη τών προβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηλωτή (Ι) «δέρμα προβάτου» (με συριστικοποίηση τού τ πριν από ι ), προσωνυμία τού Διός, που φορούσε προβιά] …
2μηλώσιος — μήλωσις probing fem gen sg (epic doric ionic aeolic) μηλώσιος guardian of sheep masc nom sg …