μηλών
1Μήλων — Μήλων, ὁ (Α) προσωνυμία τού Ηρακλέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + κατάλ. ων, προσωνυμία τού Ηρακλέους στον οποίο θυσιάζονταν πρόβατα. Η προσωνυμία σχηματίστηκε κατ απόσπαση τού β συνθετικού από ανθρωπωνύμια σε μηλος (πρβλ. Εύ μηλος,… …
2μηλών — μηλών, ῶνος, ὁ (Α) τόπος φυτεμένος με μηλιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κατάλ. ών (πρβλ. αμπελ ών)] …
3μηλών — orchard masc nom/voc sg …
4μηλῶν — μήλη probe fem gen pl …
5Μήλων — Μῆλος fem gen pl Μῆλος masc/neut gen pl …
6μήλων — μῆλον 1 sheep neut gen pl μῆλον 2 apple neut gen pl …
7μηλίτης — Αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται με ζύμωση χυμού μήλων, αλλά και άλλων φρούτων, όπως τα αχλάδια. Ο χυμός εξάγεται από τα μήλα ή τα άλλα φρούτα, με πίεση είναι μέτρια οινοπνευματούχος, ελαφρά ξινός στη γεύση, μπορεί ωστόσο να έχει ποικίλα και… …
8Melon — MELON, ónis, Gr. Μήλων, ωνος, ein Beynamen des Herkules, unter welchem er in Böotien verehret wurde. Er hatte ihn von μῆλον, ein Apfel, und zwar daher, als man ihm dereinst einen Widder auf geziemende Art bey dessen Feste opfern wollte, mit… …
9καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …
10μήλο — Καρπός που προέρχεται όχι μόνο από το μετασχηματισμό των ιστών της ωοθήκης του άνθους, αλλά και από τους ιστούς των οργάνων στήριξης του· βοτανικά είναι ένας ψευδής καρπός, αρκετά ογκώδης. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων καρπών είναι οι καρποί των… …