μηλονόμης
1μηλονόμης — μηλονόμης, δωρ. τ. μηλονόμας, ὁ (Α) ποιμένας, βοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «ποίμνιο» + νόμης / νόμᾱς (< νέμω), πρβλ. ιππο νόμᾱς] …
2μηλονομεῖς — μηλονόμης shepherd masc acc pl μηλονόμης shepherd masc nom/voc pl (parad form) μηλονομεύς masc acc pl μηλονομεύς masc nom/voc pl (parad form) …
3μηλονομήων — μηλονόμης shepherd masc gen pl (epic ionic) μηλονομεύς masc gen pl (epic ionic) …
4μηλονόμας — μηλονόμᾱς , μηλονόμης shepherd masc acc pl (doric) μηλονόμᾱς , μηλονόμης shepherd masc nom sg (epic doric aeolic) …
5μήλον — (I) το (ΑΜ μῆλον, Α δωρ. και αιολ. τ. μᾱλον) βλ. μήλο. (II) μῆλον, βοιωτ. τ. μεῑλον, τὸ (Α) 1. πρόβατο ή αίγα («μὴ πού τις ἀτασθαλίῃσι κατιῇσιν ἢ βοῡν ἠέ τι μῆλον ἀποκτάνῃ», Ομ. Οδ.) 2. ταύρος 3. στον πληθ. α) αιγοπρόβατα β) ποίμνιο γ) αγέλη ζώων …