μηλάτων

  • 1μηλάτων — (Α) (γεν. πληθ. κατά μεταπλασμό αντί μήλων) προβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τής γεν. πληθ. τού μῆλον (II), κατά τη γεν. προβάτων] …

    Dictionary of Greek