μηδὲ ἁμός

  • 1αμός — (I) ἁμὸς και ἀμός, ή, όν και αιολ. ἄμμος, η, ον αντί τού ἡμέτερος και συχνά αντί τού ἐμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βραχύτερος τ. αντί ημέτερος (πρβλ. ὑμὸς αντί ὑμέτερος, σφὸς αντί σφέτερος). Στον Όμηρο αντί τού ἁμὸς χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη μορφή… …

    Dictionary of Greek

  • 2μηδαμός — μηδαμός, ή, όν (Α) (ιων. τ. μόνο στον πληθ.) ούτε ένας, κανένας («ἐβουλεύσαντο δὲ αὐτοῡ μεταδοῡναι μηδαμοῑσι ἄλλοισι Ἰώνων», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <μηδέ + ἁμός, δωρ. τ. τού ἐμός (πρβλ. ουδαμός)] …

    Dictionary of Greek