μηδική

  • 31σβέννυμι — και σβεννύω ΜΑ σβήνω (α. «ἐγώ σε ἐνταῡθα τῷ ἐσβεσμένῳ πυρὶ κατακαύσω», Αγαθ. Ιστ. β. «ἀμελήσαντες σβεννύναι τὸ καιόμενον», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σχετικά με υγρό ή ρευστό) κάνω κάτι να ξεραθεί, να πήξει («ἡ Μηδικὴ πόα σβέννυσι τὸ γάλα», Αριστοτ.) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 32σκευή — η, ΝΜΑ 1. εξάρτυση στρατιώτη, οπλισμός στρατιώτη (α. «σκευῇ ψιλῇ χρώμενον οὐ χαλεπὸν ἀπέφαινον», Θουκ. β. «ἡ σκευὴ τῶν ὅπλών», Θουκ.) 2. ιπποσκευή («ἱππέας πεντήκοντα καὶ διακοσίους ἄνευ τῶν ἵππων μετὰ σκευῆς», Θουκ.) νεοελλ. στρ. το σύνολο τών… …

    Dictionary of Greek

  • 33σπάξ — ακός, ἡ, Α κύων*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τον τ. σπάκα, μηδική λ. με σημ. «κύων»] …

    Dictionary of Greek

  • 34τριφύλλι — Oνομασία πολλών ειδών φυτών (τριφύλλιον το λειμώνιο, τ. το κοινό, τ. το έρπον, τ. το σαρκόχρωμο, τ. το ορεινό, τ. το αλπικό κ.ά.) της οικογένειας (ή υποοικογένειας) των ψυχανθών ή παπιλιονιδών, της τάξης (ή οικογένειας) των χεδρωπών ή… …

    Dictionary of Greek

  • 35φεννίον — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Παμφυλίους) «Μηδικὴ ὁδός». [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφίβολος τ. άγνωστης ετυμολ.) …

    Dictionary of Greek

  • 36αζωτολόγα φυτά — Τα φυτά που εμπλουτίζουν το έδαφος με άζωτο. Ανήκουν όλα στην τάξη χεδρωπά ή λεγκουμινώδη. Χρησιμοποιούνται από τους γεωργούς για τη βελτίωση της γονιμότητας των καλλιεργούμενων εδαφών, με τη μέθοδο της χλωρής λίπανσης. Από πολύ παλιά ο άνθρωπος… …

    Dictionary of Greek

  • 37βρουχίδες — Οικογένεια κολεοπτέρων εντόμων. Οι β., που είναι γνωστοί με την κοινή ονομασία μαμούνια, επιφέρουν μεγάλες βλάβες στις καλλιέργειες, ιδιαίτερα των ψυχανθών (μπιζέλια, ρεβίθια, φασόλια, κουκιά, φακές) και των κτηνοτροφικών φυτών (τριφύλλι κ.ά.),… …

    Dictionary of Greek

  • 38Κασπία θάλασσα — (ρωσ. Κασπίσκογιε Μόρε, περσ. Νταριάι ε Μαζανταράν). Λιμναία λεκάνη (373.000 τ. χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας· πρόκειται για τη μεγαλύτερη εσωτερική θάλασσα του κόσμου. Περιβάλλεται ΒΑ από το Καζακστάν, ΝΑ από το Τουρκμενιστάν, Ν από το Ιράν, ΝΔ… …

    Dictionary of Greek

  • 39τριφύλλι — το κοινή ονομασία των φυτών «τριφύλλιο», «τριγωνίσκος» και «μηδική», που αποτελούν τροφή για χορτοφάγα ζώα. 2. ως κύρ. όν., Τριφύλλι ο αθλητικός σύλλογος «Παναθηναϊκός», που έχει ως σήμα το τριφύλλι …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)