μηδική

  • 21μελιγγάρι — το (Μ μελιγγάρι) κοινή ονομασία τών φυτών δορύκνιον το πεντάφυλλον και μηδική η δρεπανωτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. melegario] …

    Dictionary of Greek

  • 22μηδίσκιον — μηδίσκιον, τὸ (Α) [Μήδος]. μεταξωτό ένδυμα τών Μήδων, μηδική εσθήτα …

    Dictionary of Greek

  • 23μηδικάριον — μηδικάριον, τὸ (ΑΜ) είδος φυτού, ίσως η μηδική πόα …

    Dictionary of Greek

  • 24μηδιστί — (Α) επίρρ. κατά τον τρόπο τών Μήδων, ιδίως κατά τη μηδική γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μῆδος + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. λυδ ιστί)] …

    Dictionary of Greek

  • 25μηλιά — Ένα από τα γνωστότερα οπωροφόρα δέντρα, που καλλιεργείται στις εύκρατες περιοχές του βόρειου κυρίως ημισφαιρίου πολύαριθμες, πάνω από χίλιες, είναι οι εμπορεύσιμες ποικιλίες του και ακόμα μεγαλύτερος ο αριθμός που αντιπροσωπεύει τις υποποικιλίες… …

    Dictionary of Greek

  • 26μωσαϊκό — I Βλ. λ. ψηφιδωτό. Ο ιός του μωσαϊκού του καπνού, φωτογραφημένος με ηλεκτρονικό μικροσκόπιο. II (Βοτ.). Μια πάθηση των φυτών που προκαλείται από διάφορους ιούς. Συνήθως εκδηλώνεται με κατά ζώνες κιτρίνισμα των φύλλων εξαιτίας αλλοιωμένου… …

    Dictionary of Greek

  • 27οροβαγχίδες — (Orobanchaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών της τάξης των σωληνανθών, που περιλαμβάνει φυτά χωρίς χλωροφύλλη. Είναι φυτά σαρκώδη, που ζουν παρασιτικά στις ρίζες άλλων χλωροφυλλούχων φυτών. Έχουν φύλλα ατροφικά, λεπιοειδή και άνθη σε διάφορα… …

    Dictionary of Greek

  • 28οσμηρός — ή, ό (Α ὀσμηρός, ά, όν) αυτός που αναδίδει οσμή, οσμήρης νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οσμηρός ζωολ. γένος σολομονοειδών ευρύαλων ιχθύων τής οικογένειας οσμηρίδες, συγγενικών τού σολομού και τής πέστροφας αρχ. το αρσ. ως ουσ. πιθ. το φυτό μηδική.… …

    Dictionary of Greek

  • 29οσμός — ὀσμός, ὁ (Α) είδος φυτού, ίσως η μηδική …

    Dictionary of Greek

  • 30ποντικοκούραδο — το, Ν 1. αποπάτημα ποντικού 2. κοινή ονομασία ενός είδους τού φυτού μηδική …

    Dictionary of Greek