μηδε-πώποτε

  • 1ουδεπώποτε — οὐδεπώποτε (Α) (επίρρ. και σύνδ.) ποτέ έως τώρα, ουδέποτε ακόμη («ὅν γ εἶδον οὐδεπώποτε», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέ + πώποτε «ποτέ ως τώρα» (πρβλ. μηδε πώποτε)] …

    Dictionary of Greek

  • 2μηδεπώποτε — (Α) επίρρ. ποτέ ώς τώρα, ποτέ ακόμη ώς τώρα («καὶ τῶν μηδεπώποτ ἰδόντων ἐμέ», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέ + πώποτε «ποτέ ώς τώρα»] …

    Dictionary of Greek