μηδετέρως

  • 1μηδετέρως — μηδέτερος neither of the two adverbial μηδέτερος neither of the two masc acc pl (doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2μηδέτερος — α, ον (Α μηδέτερος, δωρ. τ. μηδάτερος, έρα, ον) (αόρ. αντων.) ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, κανείς από τους δύο («δέχεσθε δὲ ἀμφοτέρους φίλους, ἐπὶ πολέμω δὲ μηδετέρους», Θουκ.). επίρρ... μηδετέρως (Α) ούτε με τον έναν ούτε με τον άλλο τρόπο, ούτε… …

    Dictionary of Greek

  • 3μηδετέρωθεν — (Α) επίρρ. ούτε από το ένα ούτε από το άλλο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδετέρως + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. ετέρω θεν)] …

    Dictionary of Greek

  • 4μηδετέρωσε — (Α) επίρρ. ούτε στο ένα ούτε στο άλλο μέρος, σε κανένα από τα δύο μέρη («ούτε επιμισγομένους μηδετέρους μηδετέρωσε», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδετέρως + επιρρμ. κατάλ. σε (πρβλ. εκατέρω σε)] …

    Dictionary of Greek