μηδαμῆ
1μηδαμή — μηδαμῇ (Α) επίρρ. 1. (τρόπου) με κανέναν τρόπο 2. (τόπου) σε κανένα μέρος, πουθενά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός «κανένας» + επιρρμ. κατάλ. ῇ (πρβλ. κρυφ ῇ, οὑδαμ ῇ)] …
2μηδαμῆ — indeclform (adverb) …
3μηδαμῇ — indeclform (adverb) μηδαμός not even one fem dat sg (attic epic ionic) …
4μηδαμή — μηδαμός not even one fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
5μηδαμῆι — μηδαμῇ , μηδαμῇ indeclform (adverb) μηδαμῇ , μηδαμός not even one fem dat sg (attic epic ionic) …
6нимало — (2*) нар. отриц. Нисколько, никак: не слово ли бо рещи праведно влекомъ [в др. сп. влекомо(м)] послѣдьствѹющю присно. нимало же ѿстѹплѧѥмо [в др. сп. ѿстѹпаѥмъ] ѿ ѡно˫а противѹизвлещи коѥгождо инѣхъ мѣръ (μηδαμῆ) ГА XIII–XIV, 47г; и молнь˫а… …
7αμός — (I) ἁμὸς και ἀμός, ή, όν και αιολ. ἄμμος, η, ον αντί τού ἡμέτερος και συχνά αντί τού ἐμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βραχύτερος τ. αντί ημέτερος (πρβλ. ὑμὸς αντί ὑμέτερος, σφὸς αντί σφέτερος). Στον Όμηρο αντί τού ἁμὸς χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη μορφή… …
8συμφέρω — ΝΜΑ [φέρω] 1. είμαι σύμφορος, χρήσιμος, επωφελής (α. «δεν μάς συμφέρουν οι όροι τής συνθήκης» β. «τοῡτο συμφέρει τῷ βίῳ», Αριστοφ.) 2. απρόσ. συμφέρει είναι χρήσιμο, ωφελεί (α. «δεν συμφέρει να πουλήσουμε με τέτοιες τιμές» β. «ξυμφέρει σωφρονεῑν… …
9ЗЛО — [греч. ἡ κακία, τὸ κακόν, πονηρός, τὸ αἰσχρόν, τὸ φαῦλον; лат. malum], характеристика падшего мира, связанная со способностью разумных существ, одаренных свободой воли, уклоняться от Бога; онтологическая и моральная категория, противоположность… …