μηδαμοῦ
1μηδαμού — (Α μηδαμοῡ και μηθαμοῡ) επίρρ. (τόπου) σε κανένα μέρος, πουθενά («τῶν Ἑλληνίδων πόλεων ἥτις μηδαμοῡ ξυμμαχεῑ», Θουκ.) αρχ. (τρόπου) σε καμιά περίπτωση, καθόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. οῦ (πρβλ. ουδαμ ού)] …
2μηδαμοῦ — μηδαμός not even one masc/neut gen sg μηδαμοῦ nowhere indeclform (adverb) …
3въмѣстимыи — (4*) прич. страд. наст. 1. Способный, могущий вместить, поместить внутри себя: [о городе] на многомъ събьраниѥ ѹдобь въмѣстимѹ сѹщѹ. тѹ ѹбо [старец] дрѹгыихъ ѹченикъ приимаѥть съшьдъша. (εὐχώρητον) ЖФСт XII, 143 об. 2. Способный, могущий… …
4никогдаже — (86) нар. отриц. Никогда: и печѧльна не прѣзьрѣхъ никъгдаже. Изб 1076, 109 об.; да нѣ изнесѣтьсѧ [крест] из манастырѧ. никогдаже. ˫ако ни продати. ни ѿдатi. Надп 1161; такови ѹбо сѹще да никъгдаже вамъ покоримъс˫а. (оὐκ ἄν πоτε) ЖФСт ХII, 92; о… …
5ίζημα — Στην αναλυτική χημεία ί. ονομάζεται η στερεή φάση που καθιζάνει από ένα διάλυμα με συμπύκνωση πέρα από το όριο κορεσμού, με προσθήκη ενός άλλου διαλύτη ή με τη δράση ενός ειδικού αντιδραστηρίου, το οποίο μπορεί να είναι υγρό, αέριο, στερεό ή… …
6αμός — (I) ἁμὸς και ἀμός, ή, όν και αιολ. ἄμμος, η, ον αντί τού ἡμέτερος και συχνά αντί τού ἐμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βραχύτερος τ. αντί ημέτερος (πρβλ. ὑμὸς αντί ὑμέτερος, σφὸς αντί σφέτερος). Στον Όμηρο αντί τού ἁμὸς χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη μορφή… …
7καταρρέπω — (Α) 1. κλίνω προς το ένα μέρος, γέρνω από τη μια μεριά («μηδαμοῡ νεύῃ μηδ ἐπὶ πολὺ καταρρέπῃ μηδὲν αὐτῶν, ἀλλ ἰσορροποῡν καὶ ζυγοστατούμενον διαμένῃ», Πολ.) 2. έχω μια ορισμένη κλίση, ψυχική διάθεση για κάτι («καταρρέπειν ἐπὶ τὸν μοναχὸν τρόπον» …
8μηδαμινός — ή, ό (Μ μηδαμινός, ή, όν) ανάξιος λόγου, ευτελής, ποταπός, τιποτένιος («συζητούν για μηδαμινά πράγματα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμού + κατάλ. ινός (πρβλ. παντοτ ινός] …
9μηδεαμού — μηδεαμοῡ (Α) επίρρ. βλ. μηδαμού …
10μηθαμού — μηθαμοῡ (Α) επίρρ. βλ. μηδαμού …
- 1
- 2