με τη διαταγή

  • 81αναξία — (I) ἀναξία, η (Α) [ἄναξ] 1. διαταγή, εντολή 2. το αξίωμα τού βασιλιά, βασιλεία. (II) ἀναξία, η (Α) [ἀξία] έλλειψη αξίας, αναξιότητα, κατωτερότητα …

    Dictionary of Greek

  • 82ανωγή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 510 μ., 50 κάτ.) της Ιθάκης. Βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές του Νηρίτου, στο βόρειο τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιθάκης του νομού Κεφαλληνίας. * * * ἀνωγή, η (Α) [άνωγα] διαταγή, προτροπή …

    Dictionary of Greek

  • 83ανώτερος — η, ο (Α ἀνώτερος, α, ον) υψηλότερος, υπέρτερος νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται σε υψηλότερη διαβάθμιση ή κατέχει υψηλότερο αξίωμα από άλλους 2. φρ. α) «ανώτερος άνθρωπος» αξιόλογος, εκλεκτός, ολοκληρωμένος ηθικά και πνευματικά β) «ανώτερος… …

    Dictionary of Greek

  • 84απογραφή — Στατιστική εργασία με τη βοήθεια της οποίας υπολογίζεται περιοδικά και ταυτόχρονα ο αριθμός των κατοίκων μιας περιοχής και η βιολογική (ηλικία, φύλο) και κοινωνική (ιθαγένεια, γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία, οικονομική και επαγγελματική κατηγορία)… …

    Dictionary of Greek

  • 85απόφαση — η (AM ἀπόφασις) [αποφαίνω] 1. οριστική γνώμη, τελική κρίση 2. δικαστική απόφαση, ετυμηγορία νεοελλ. 1. διαταγή, διάταξη 2. φρ. «το πήρε απόφαση» πείστηκε οριστικά αρχ. μσν. απάντηση, απόκριση αρχ. κατάλογος, απογραφή …

    Dictionary of Greek

  • 86αρατός — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Σολεύς (Σόλοι Κιλικίας περ. 315 – Πέλλα περ. 240 π.Χ.). Ποιητής των αλεξανδρινών χρόνων. Σπούδασε στην Αθήνα όπου συνδέθηκε με φιλία με τον στωικό φιλόσοφο Ζήνωνα. Το 276 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας… …

    Dictionary of Greek

  • 87αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… …

    Dictionary of Greek

  • 88αρχέλαος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρακλείδης, γιος του κατακτητή του Άργους Τημένου, που τον έδιωξαν οι αδελφοί του και πήγε στον βασιλιά της Μακεδονίας Κισσέα. Εκείνος του υποσχέθηκε ότι θα του δώσει σύζυγο την κόρη του, αν τον βοηθούσε σε μια δύσκολη… …

    Dictionary of Greek

  • 89ασπαίρω — ἀσπαίρω (Α) 1. σπαρταρώ 2. αντιστέκομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ασπαίρω, όπως εξάλλου και το σημασιολογικά παράλληλο, αλλά μτγν. και πολύ πιο σπάνιο σπαίρω, συνδέεται με το λιθ. spiriu «χτυπώ με τα πόδια, κλοτσώ» Το αρχικό α τού ρ. είναι υστερογενές… …

    Dictionary of Greek

  • 90αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …

    Dictionary of Greek