με τη διαταγή

  • 51Κιοπρουλού ή Κιοπρουλή — Επώνυμο οικογένειας αλβανικής καταγωγής, μέλη της οποίας κατέλαβαν το αξίωμα του μεγάλου βεζίρη στην Οθωμανική αυτοκρατορία. 1. Αχμέτ πασάς (Κιοπρού Μικράς Ασίας 1635 – Τσορλού Θράκης 1676). Μέγας βεζίρης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (1659 72).… …

    Dictionary of Greek

  • 52νομικό γεγονός — Σύμφωνα με το δίκαιο όλων των λαών, η παραγωγή, η τροποποίηση ή η απόσβεση των νομικών σχέσεων ή καταστάσεων ή, όπως γενικότερα λέγεται, η πραγματοποίηση νομικών αποτελεσμάτων, βρίσκονται, κατά κανόνα, σε άμεση εξάρτηση από την επέλευση ενός… …

    Dictionary of Greek

  • 53Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… …

    Dictionary of Greek

  • 54Ρίβολι Βερονέζε — (Rivoli Veronese). Κωμόπολη της Ιταλίας στον νομό της Βερόνας. Είναι χτισμένη σε ένα ύψωμα, που δεσπόζει στη δεξιά όχθη του ποταμού Αδίγη. Η κωμόπολη έχει συνδέσει το όνομά της με τη μάχη μεταξύ Αυστριακών και Γάλλων του Βοναπάρτη, στις 14… …

    Dictionary of Greek

  • 55Σάββα Αγίου, μονή — Ιστορικό μοναστήρι, σήμερα πατριαρχικός ναός, στην Αλεξάνδρεια. Η γραφή Σάββα σπανίζει στους παλιούς κώδικες. Η ιστορία του αλεξανδρινού μοναστηριού, χάνεται στο σκοτάδι των αιώνων. Φαίνεται πως η αρχική ονομασία του, ήταν Άγιος Μάρκος. Υπάρχει… …

    Dictionary of Greek

  • 56Σούτσος — Επώνυμο μεγάλης φαναριώτικης οικογένειας, η οποία καταγόταν από την Ήπειρο, και κατ’ άλλους από τη Βουλγαρία, και είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη πριν από την άλωση, με το επώνυμο Δράκος. Μετά την άλωση, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην… …

    Dictionary of Greek

  • 57Χαλέτ εφέντης — Τούρκος πολιτικός, ευνοούμενος και έμπιστος του σουλτάνου Μαχμούτ B’. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο κατά τις πρώτες ημέρες της Ελληνικής Επανάστασης. Μπήκε από πολύ νέος στην υπηρεσία της Υψηλής Πύλης ως ιδιαίτερος γραμματέας του σφραγιδοφύλακα του …

    Dictionary of Greek

  • 58εγκύκλιος — α, ο 1. ο συνηθισμένος, κοινός, γενικός, καθολικός. 2. που ανήκει ή αναφέρεται στη γενική μόρφωση, την προεπιστημονική: Στο λύκειο διδάσκονται εγκύκλια μαθήματα. 3. (για έγγραφα), που απευθύνεται σε όλους ή σε πολλούς μαζί, που κοινοποιείται σε… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 59θέσπισμα — το, ατος 1. απόφαση που παίρνεται από ένα σώμα με ψηφοφορία: Θέσπισμα της πανεπιστημιακής συγκλήτου. 2. νόμος: Το θέσπισμα του κράτους. 3. διαταγή: Κλητήριο θέσπισμα (διαταγή να προσέλθει ο κατηγορούμενος στο δικαστήριο) …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 60συναλλαγματική — η αξιόγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο, ο «εκδότης», διατάζει ένα άλλο, τον αποδέκτη ή πληρωτή, να πληρώσει είτε σε διαταγή του εκδότη είτε σε διαταγή τρίτου προσώπου ορισμένο χρηματικό ποσό στον τόπο και χρόνο που αναγράφεται στη συναλλαγματική:… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)