με τη διαταγή

  • 101διατακτικός — ή, ό (AM διατακτικός, ή, όν) ο κατάλληλος για διάταξη, διευθέτηση νεοελλ. 1. αυτός που σχετίζεται με διάταγμα ή διαταγή 2. το θηλ. ως ουσ. η διατακτική έγγραφο ειδικού τύπου με το οποίο δίνεται άδεια εισπράξεως, παραλαβής, αποθήκευσης κ.λπ. 3. το …

    Dictionary of Greek

  • 102διατακτώ — διατακτῶ ( έω) (Α) [διατάκτης] εκδίδω διαταγή …

    Dictionary of Greek

  • 103διαταμός — ο (AM διαταγμός) [διατάσσω] συμβουλή, νουθεσία αρχ. διαταγή …

    Dictionary of Greek

  • 104δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… …

    Dictionary of Greek

  • 105δικαιοδοσία — Η εξουσία του δικαστηρίου για την επίλυση συγκεκριμένης διαφοράς.Εκούσια δ. ονομάζεται η διαδικασία κατά την οποία η δικαστική δ. κρίνει υποθέσεις χωρίς αντιδικία. * * * η (AM δικαιοδοσία) [δικαιοδότης] νεοελλ. 1. εξουσιοδότηση, πληρεξουσιότητα 2 …

    Dictionary of Greek

  • 106δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… …

    Dictionary of Greek

  • 107δόγμα — Όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά στη νομική επιστήμη για να προσδιορίσει ένα διάταγμα ή έναν νόμο που θεσπιζόταν από τις επίσημες αρχές, χωρίς δυνατότητα συζήτησης ή αντίρρησης. Στις φιλοσοφικές σχολές δ. ονομάστηκαν οι θεμελιώδεις αρχές κάθε… …

    Dictionary of Greek

  • 108είρω — (I) εἴρω (Α) 1. συναρμολογώ, συναρμόζω 2. παρεμβάλλω, εμπλέκω 3. (για λόγο) συνδέω 4. φρ. «εἰρομένη λέξις» χαλαρό ύφος τού λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ενεστώτα (με επίθημα * ye / yo ) που σχηματίζεται από την απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας *ser… …

    Dictionary of Greek

  • 109εγκατάλειψη — (Νομ.). Όρος που χρησιμοποιείται σε πολλούς κλάδους του δικαίου. Στο οικογενειακό δίκαιο, κατά το παρελθόν, η ε. επί διετία της συζυγικής στέγης αποτελούσε λόγο διαζυγίου, ενώ ο Ποινικός Κώδικας τιμωρούσε με φυλάκιση την εγκατάλειψη εγκυμονούσας …

    Dictionary of Greek

  • 110εκβρίμησις — ἐκβρίμησις, η (AM) επιτίμηση, βίαια παρατήρηση ή διαταγή …

    Dictionary of Greek