με κρέμα
81βουτυροκομικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη βουτυροκομία: Το βούτυρο και η κρέμα γάλακτος είναι τα κυριότερα βουτυροκομικά προϊόντα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
82γαλατάλευρο — το μείγμα από αλεύρι και γάλα που χρησιμοποιείται ως βρεφική τροφή, φαρίν λακτέ: Το μωρό θα αρχίσει τον άλλο μήνα να τρώει κρέμα από γαλατάλευρο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
83μπουγάτσα — η (λ. τουρκ.), είδος πίτας με κρέμα, τυρί, κιμά κ.ά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
84οδοντόκρεμα — η η οδοντόπαστα, η κρέμα καθαρισμού των δοντιών …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
85οδοντόπαστα — η κρέμα, αλοιφή για το καθάρισμα των δοντιών, αλλ. οδοντόκρεμα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
86κρεμασαμένῳ — κρεμάννυμι hramjan aor part mid masc/neut dat sg κρεμᾱσαμένῳ , κρεμάω hramjan aor part mid masc/neut dat sg (doric aeolic) κρεμάζω hramjan aor part mid masc/neut dat sg …
87κρεμᾶν — κρεμάννυμι hramjan fut part act masc voc sg (attic epic doric aeolic) κρεμάννυμι hramjan fut part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric aeolic) κρεμάννυμι hramjan fut part act masc nom sg (attic epic doric aeolic) κρεμάννυμι hramjan fut inf… …
88κρεμάσαιμεν — κρεμάννυμι hramjan aor opt act 1st pl κρεμά̱σαιμεν , κρεμάω hramjan aor opt act 1st pl (doric aeolic) κρεμάζω hramjan aor opt act 1st pl …
89κρεμάσαντας — κρεμάννυμι hramjan aor part act masc acc pl κρεμά̱σαντας , κρεμάω hramjan aor part act masc acc pl (doric aeolic) κρεμάζω hramjan aor part act masc acc pl …
90κρεμάσαντες — κρεμάννυμι hramjan aor part act masc nom/voc pl κρεμά̱σαντες , κρεμάω hramjan aor part act masc nom/voc pl (doric aeolic) κρεμάζω hramjan aor part act masc nom/voc pl …